United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποιος την θύραν μας κτυπά· ακούεις; — Έλα μέσα· 'λίγο νερό την πράξιν μας αρκεί να την ξεπλύνη· τόσον αρκεί! Τι έγεινε το παλαιόν σου θάρρος; Άκουε! Εξακολουθεί ο κρότος εις την θύραν! Το νυκτικόν σου φόρεσε, μη πρέπει να φανώμεν κ' ιδούν πως δεν 'πλαγιάσαμεν. — Μη χάνεσαι εις σκέψεις! ΜΑΚΒΕΘ Να 'ξεύρω το τι έκαμα! Ας ήτο να μη 'ξεύρω την ύπαρξίν μου! Κτύπα συ!

Ιδού, ω βασιλέα μου, αυτή ηκολούθησεν, ένα απόκρυφον, που αν ο αχάριστος Ταλμούχ δεν ήθελε το φανερώση, εγώ ποτέ δεν ήθελα σου το ομολογήσει· σε παρακαλώ το λοιπόν πρόσταξε χωρίς άλλο να μου σηκώσης την ζωήν, ότι η μεγαλυτέρα χάρις που ημπορείς να μου κάμης είνε αυτή· και η ομολογία που σου έκαμα δεν την έκαμα χωρίς μεγάλον μου κακοφανισμόν.

Εάν ήξευρα ότι είναι τόσον ωραία μέσα εις τον ποταμόν, δεν θα σε έρριπτα. Ιδού τι έκαμα, εξηκολούθησεν ο μικρός Κλώσος. Σου είπα ότι η ωραία κόρη μου έλεγε: «Παρέκει θα εύρης μεγάλον ποίμνιονΠαρέκει, δηλαδή μέσα εις τον ποταμόν, διότι η κόρη δεν ημπορεί να έβγη εις την γην.

Κύριε, απεκρίθη αυτή, εγώ δεν θαυμάζω ότι εσύ με στοχάζεσαι διά μίαν τρελλήν· η ομιλία που σου έκαμα βεβαίως σου εφάνη αστόχαστη· μα εσύ θέλεις με συμπαθήσει χωρίς αμφιβολίαν, οπόταν θέλεις μάθει τες συμφορές μου· είμαι έτοιμη να σου τες διηγηθώ, διά να γνωρίσω την γενναιότητά σου, και αν ημπορής να με συντρέξης. &Ιστορία του βασιλέως της Θέμπας, και της βασίλισσας των Ναϊμάνων.&

ΛΟΥΚ. Λοιπόν, αφού απεφασίσθη ο θάνατός μου και δεν υπάρχει τρόπος να τον αποφύγω, σας παρακαλώ τουλάχιστον να μου ειπήτε ποίοι είσθε και τι τόσον μέγα κακόν σας έκαμα, ώστε η οργή σας εναντίον μου να είνε τόσον αμείλικτος και να ζητήτε τον θάνατόν μου.

Την εσπέραν όμως εκείνην είχα τα νεύρα μου και αντί να γελάσω δεν απηξίωσα να εκδικηθώ αποκρινόμενος. — Δεν ενθυμούμαι να έκαμα ποτέ τοιαύτας ομιλίας εις καμμίαν νέαν. Η κ. Κλεαρέτη εδάγκασε το χείλος της και μου εγύριοε την ράχιν· η φράσις της όμως «έκαμεν εργολαβίαν με όλον τον κόσμον και εξακολουθεί μετά τον γάμον της τα ίδια» δεν έπαυε ν' αντηχή εις την ακοήν μου ως συριγμός εχίδνης.

Έκαμα τριάντα πέντε χρόνια ακέραια σκλάβος και μέρα νύχτα έκανα το σταυρό μου και παρακαλούσα την Παναγιά να με γλυτώση από τα κακά χέρια και να γυρίσω στην Πατρίδα μου. Τέλος ο Θεός με λυπήθηκε κι' έστειλε ένα κακό θανατικό, που θέρισε όλους εκείνους τους κακούς ανθρώπους, που μ' είχαν σκλάβον αλευτέρωτο. Σ' αυτό απάνω ηύρα τον καιρό κι' έφυγα.

Ετούτο το ταχύ ευθύς που εβγήκες έξω από το παλάτι σου, εγώ εμπήκα υποκάτω εις την μορφήν του αρχιευνούχου σου εις τον χοντζερέ σου, εις τον οποίον είχες αφήσει εις το κρεββάτι σου, την Δειλνοβάτζην. Μωκβάλ, αυτή μου είπεν, γδύσου και έλα υποκάτω εις την μορφήν του βασιλέως διά να σε χαρώ εις τον τόπον του. Τότε εγώ έκαμα καθώς εκείνη επιθυμούσε, και ήμουν με αυτήν εις το κρεββάτι.

Δουλειά και διασκέδασι. Τάχα μήπως ήμουν μόνος εγώ; Όλος ο ναυτόκοσμος έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια· είδα και τους ξένους, μα δεν εζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισές από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη θάλασσα, σπρωξίματ' από τη στεριά. Όπου και να γυρίσης στα κόντρα βρίσκεσαι.

Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν, και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους, και τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας ομολογώ πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον καιρόν τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις εκείνους τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να πηγαίνω εις εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της Ρετζίας.