Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Σεπτεμβρίου 2025
Με περιβόλια, με νερά, με δέντρα και με κάμπους, Και γύρα σ’ όλα τα χωριά, κι’ όλα τα χωριουδάκια, Χωράφια με γεννήματα, πυκνά και μεστωμένα, Κι’ αμπέλια χοντροκούτσουρα, πρατύφυλλα, γεμάτα Σταφύλια κατακόκκινα και κίτρινα σταφύλια, Κι’ ανάμεσα από τα χωριά και τα καλά χωράφια Κοπάδια γιδοπρόβατα, και βώδια και φοράδια Κι’ ανθρώπους ν’ αναδεύωνται και να μοχτούν με πόνο, Και κάπου—κάπου κένταγε γυναίκες να λευκαίνουν, Μ’ άσπρα ποδάρια ολόγυμνα μες το νερό χωσμένα, Και κοπελλιές πανέμορφες στες ράχες να χορεύουν.
Ήσαν ως τριάντα Νεράιδες, γυναίκες κάτασπρες, με άσπρους λαιμούς, άσπρα χρυσοκεντημένα φορέματα και ξανθά μαλλιά. Αντί να κάμω προς το βουνό, από τη σαστιμάρα μου έπεσα μέσα στο χορό. Έφερναν γύρω σαν να φέρνη γύρω αέρας. Μπερδεύθηκα μέσα σε ολόχρυσες πολυθρόνες, που κάθονταν οι βιολιτζήδες με τα χρυσά βιολιά και τ' αργυρά λαγούτα.
Τα άσπρα περιστέρια γουργούριζαν, με τα κοραλλένια πόδια τους να ακουμπούν στο υπέρθυρο της μικρής πόρτας, κάτω από μια κληματίδα που σχημάτιζε μια χρυσή γιρλάντα πάνω από το σκοτεινό άνοιγμα της πόρτας. Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό η τοκογλύφος έγνεθε, με τα μικρά, γυμνά της πόδια μέσα στις κεντητές παντόφλες και τη μαντίλα διπλωμένη στο κεφάλι.
Κένταγε κι’ ωριοκένταγε με χάρη και με γνώση Δυο άσπρα σπίτια τρίπατα μ’ αυλές και με παραύλια, Με τοίχους μαρμαρόχτιστους, με μαρμαρένιες σκάλες, Και παραθύρια με γυαλιά και γυάλινους εξώστες, Τώνα στα πόδια του Χριστού, τ’ άλλο στης Παναγίας... Το πρώτον είταν του Γαμπρού, το δεύτερο της Νύμφης, Γεμάτα κόσμο και τα δυο κι’ από χαρά γεμάτα, Και στες πλατύχωρες αυλές χορούς και πανηγύρια, Και ψησταριές μ’ αμέτρητα κριάρια σουβλισμένα.
Μόν 'ς της λύπης την ορμή, Είχαν κι' άλλην αφορμή Να περνάν συλλογισμένοι Και διπλά παραθλιμμένοι· Σε πια κλήματα μπορούν Τ' άσπρα τάχατε να βρουν; Θησαυρού έχουν πλούσια ελπίδα, Κι' είναι σ' άπαυτη φροντίδα, Τούτο το συμβεβηκό Σε καιρόν καθολικό Ακλουθάει, που συνηθίζουν, Και τ' αμπέλια όλοι σκαλίζουν. Με απόφασι κοινή Και πολλήν υπομονή Το αμπέλι κατασκάφτουν· Άσπρα ωστόσο δεν ξεθάφτουν.
Ένα πρωί μια ψαρόβαρκα τον είδε να ταξιδεύη κατά την μπούκα του λιμανιού, μπρούμυτα απάνω στη θάλασσα, με το πρόσωπο βουτηγμένο στο κύμα και τα μεγάλα του άσπρα μαλλιά ανακατωμένα με τους αφρούς.
Ω Περικλέτο, σύντροφε του Φάουστ Φασουλή, εσ' είσαι, βρε, που έκανες τον Μεφιστοφελή, κι' εγώ τοσαύτα σοβαρά εμπρός σου εξιστόρησα;... φτου! να χαθής, παληάνθρωπε... καθόλου δεν σ' εγνώρισα. ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ Και συ ο Φάουστ 'πίστεψες πως είσαι, Φασουλή, και πως αλήθεια 'γέρασες;... με άσπρα γένεια ψεύτικα και δανεικό μαλλί για Μαθουσάλας 'πέρασες.
Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!
Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας, 513 τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι 515 το γέρο — τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένια — και με φωνή ήμερη του λέει διο φτερωμένα λόγια «Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια!
ΑΝΑΤ. Βάι, βάι!!! ντε λες χίλια; ντυω άσπρα τέλει να γενούνε χίλια. ΠΕΛ. Και πού στο διάτανο τα ξοδέψαμε τόσα το μαγκούφι; ΞΕΝ. Κι' εν είναι πάσα ένα με το λογαριασμό τους; σταθήτεν.... όφκολος είν' ο λογαριασμός..... πόσοι ήσαστεν. ΠΕΛ. Πέντε. ΞΕΝ. Εννιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν