Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Εγώ επήγα καθώς αυτή με επρόσταξε, και ηύρα τον Ναμαράν που εκάθετο εις το εργαστήρι του. Αυτός ήτον ένας εύμορφος και ευγενής άνδρας, που έμεινα να τον θεωρώ· του εζήτησα και μου έβγαλε διάφορα κομμάτια μεταξωτά, και διαλέγοντας ένα από αυτά, του το επλήρωσα όσα μου εζήτησε· και έπειτα αποχαιρετώντάς τον με ευγένειαν, επήρα το μεταξωτόν και το έφερα της κυράς μου.

Η Κυρά Λοξή δεν είπε τίποτε, αλλά διά νευρικής κινήσεως ανέσυρεν επί των ώμων το σάλι της. Ο έπαρχος ανύψωσεν επί της μύτης του τα ομματοϋάλια. — Άνδρας σου είναι; ηρώτησεν. — Όγεσκε, απεκρίθη η γραία ξηρά ξηρά. Δεν είναι άνδρας μου. — Περίεργον πράγμα, εξηκολούθησε λέγουσα.

Και φθάνοντες εκεί έξω από την πολιτείαν επάνω εις ένα λόφον, ο οποίος ήτον μακρύς έως δύο μίλια και έφθανεν έως το παραθαλάσσιον, τότε εσήκωσαν μίαν μεγάλην πέτραν, που εσφάλιζε την θύραν, ή να ειπώ το στόμα του τάφου και εκατέβασαν πρώτον το λείψανον της γυναικός εις το ξυλοκρέββατον μέσα εις εκείνο το βαθύτατον πηγάδι που εσυνέχετο με ένα πλατύτατον υπόγειον, έπειτα ο άνδρας αποχαιρετήσας όλους τους παρεστώτας, θρηνώντας και οδυρόμενος μετά πικρών δακρύων, εμβήκε, μόνος εις το ξυλοκρέββατον εις το οποίον έβαλον και ένα αγγείον με νερόν με επτά μικρά ψωμιά, διά να παρηγορήση την πείναν και δίψαν του εις τας ολίγας ημέρας, που έμελλε να ζήση εις εκείνο το υπόγειον· και ύστερα τον κατέβασαν και αυτόν εις τον τάφον, ή να ειπώ καλύτερα τον εκρέμασαν με το ξυλοκρέββατον έως που έφθασε κάτω και μετά ταύτα εσφάλισαν το στόμα του πηγαδιού εκείνου με ένα μεγαλώτατον λίθον, και ανεχώρησε καθένας εις το σπήτι του.

Ο νέος εμεγάλωσε, έγεινε άνδρας, χωρίς να δη ποτέ γυναίκες. Τότε τον επήρε ο πατέρας του κεπήγαν στην πολιτεία και τον εγύρισε δεξιά κιαριστερά. Ο νέος, σα μικρό παιδί ακάτεχο, ερωτούσε τον πατέρα του για κάθε πράμμα πούβλεπε τείνε τούτο και τείνε κείνο.

Αν μ' αγαπάς, Εδμόνδε, μη την βλέπεις! ΕΔΜ. Μη έχεις φόβον! Έρχονται ο άνδρας της κ' εκείνη. Να μη τον πάρη άνδρα της, κι' ας χάσωμεν την μάχην! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Αγαπητή μας αδελφή, μετά χαράς σε βλέπω. — Εδμόνδε, εις την κόρην του ο βασιλεύς επήγε με άλλους που απέλπισε του κράτους μας η βία. Όπου δεν είναι η τιμή δεν είμ' εγώ ανδρείος.

Αν είχες συ τα χρόνια μου, εάν την Ιουλιέταν την αγαπούσες, άνδρας της αν ήσουν προ μιας ώρας, και τον Τυβάλτην 'σκότονες, κ' ερωτευμένος ήσουν καθώς εγώ, κι' ωσάν εμέ και συ εξωρισμένος, τότ' ημπορούσες να λαλής, και τότε τα μαλλιά σου να τα τραβάς, και καταγής να πέφτης καθώς πέφτω, και εις το χώμα να μετράς τον άσκαφτόν σου τάφον!

Αυτός ήτον ο αμαξάς εκείνης της καρρότσας, που είχα ιδεί να στέκη απ' έξω εκεί. Κατάλαβα τι έτρεχε. Είχαν σκοπό να φύγουν όλοι τους μαζί, για κανένα περιβόλι, κ' είχαν έτοιμο και τον αμαξά με την καρρότσα, κι' ο άνδρας μου, που έκανε και το νουνό, θα πήγαινε, καθώς φαίνεται, μαζί τους. Πριν φύγουν, ηθέλησαν σαν καλοί χριστιανοί, να βαφτίσουν το μωρό τους.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ Ευθύς τον φέρνω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Μόνος μου θα τρέξω εις το μνήμα. Η Ιουλιέτα ξυπνητή θα ήναι εις τρεις ώραις. Θα έχη εναντίον μου παράπονον μεγάλον, πως ο Ρωμαίος είδησιν ακόμη να μη λάβη. Αλλά θα στείλω γράμματα ‘ς την Μάντουαν και πάλιν, κ' έως να έλθη ο άνδρας της την κρύπτω ‘ς το κελλί μου. Καϋμένον πτώμα ζωντανόν, με τους νεκρούς θαμμένον!

Ο κόσμος όλος μάρτυς μου, Εδμόνδε, σε κηρύττω αυθέντην μου και άνδρα μου! ΓΟΝΕΡ. Να τον χαρής ελπίζεις; Η άδεια δεν κρέμαται από την θέλησίν σου. ΕΔΜ. Ούτ' από 'σένα κρέμεται. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Ναι, νόθε, απ' εμένα! Να τυμπανίσουν πρόσταξε και διαλάλησέ το, ότι είσαι άνδρας μου! ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Σιγά! Έχω κ' εγώ τον λόγον! Εδμόνδε, είσαι ένοχος εσχάτης προδοσίας! Σε συλλαμβάνω, — με αυτό το χρυσωμένο φίδι!

Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι, εισελθόντες εις την Μεγαρίδα και αποκόψαντες τα δένδρα, απήλθον πάλιν εις τον τόπον αυτών διά της Γερανείας και του ισθμού· οι δε Αθηναίοι, εξήκοντα δύο ημέρας μετά την μάχην, εστράτευσαν κατά των Βοιωτών, υπό την στρατηγίαν του Μυρωνίδου, και νικήσαντες αυτούς εις μάχην εν Οινοφύτοις εγένοντο κύριοι της Βοιωτίας και Φωκίδος, κατηδάφισαν το τείχος των Ταναγραίων, έλαβον ομήρους εκατόν άνδρας εκ των πλουσιωτάτων Λοκρών των Οπουντίων, και απετελείωσαν τα μακρά αυτών τείχη.

Λέξη Της Ημέρας

ντροπιάζεις

Άλλοι Ψάχνουν