Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι' όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.
Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερινό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.
Όλοι φρενιασμένοι τρέχανε, όλοι ολόρθοι κοιμούνταν, με τις υποψίες, με τα παραμονέματα, με τις τουφεκιές. Σαν έφτασε λοιπόν ο Επίτροπος με τα γράμματα, και κλείστηκαν και τα είπανε με τον Εφημέριο μια βραδινή, και τονε ρώταγε ο Επίτροπος τόνα και τάλλο, έτυχε να ρωτήξη κι ανίσως κανένας Χριστιανός ή Χριστιανοπούλα βρίσκεται με τους Τούρκους.
Κι' η Θέτη πηδά απ' τ' ολόφωτο βουνό μες στου γιαλού τα βάθια, κι' ο Δίας πάει στον πύργο του. Κι' όλοι οι θεοί μπροστά του αντάμα προσηκώθηκαν απ' τα καθίσματά τους, μήτε αποκότησε κανείς να μείνει σαν τον είδαν 535 που σίμωνε, μον όλοι τους στέκουν μπροστά του ολόρθοι. Τότε έτσι ο Δίας κάθησε στο θρόνο του.
Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτην πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου. Ύστερα, σα πήρε ν' ανασταλάζη, φάνηκαν κ' οι αγωγιάτες. Πρόφτακαν αυτοί κ' έπιακαν τα μεγάλα κλαριά του λόγγου.
Τούτα εύχετ' ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• την κόρη ωστόσον έπαιρναν 'ς την πόλι τα μουλάρια. και ότ' έφθασε 'ς τα υπέρλαμπρα παλάτια του πατρός της 'ς τα πρόθυρα τα εκράτησε, και ολόρθοι ολόγυρά της οι θεϊκοί της αδελφοί τα λύσαν απ' τ' αμάξι, 5 κ' έμπαζαν τα φορέματα• 'ς το δώμα της η κόρη εσύρθη και της άναβε φωτιάν η Απειραία γερόντισσα Ευρυμέδουσα θεράπαινα, 'που εφέραν απ' την Απείρην άλλοτε τα ισόπλευρα καράβια, και δώρο τότ' εξαίρετον εδόθη του Αλκινόου, 10 του βασιλέα, 'π' ως θεόν οι Φαίακες ετίμαν. την λευκοχέρα Ναυσικά τούτ' είχεν αναστήσει, και τώρα στιά της άναβε κ' ετοίμαζε τον δείπνο.
Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτό συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτό σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτά κλαριά του λόγγου μέσα. Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτήν πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν