United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και μέσα σαν την έφτασε στ' ασκέρι κυνηγώντας, τότες τη σημαδέβει ο γιος του ξακουστού Τυδέα, 335 κι' ορμάει και ξέσκουρα χτυπά με το χαλκό το χέρι τ' αφράτο· κι' έφκολα ο χαλκός τής τρύπησε το δέρμαπερνώντας το θεοτικό σκουτί που οι Χάρες μόνες τής τόφτιασανστη ρίζα εκεί πιο απάνου από τη χούφτα.

Φονειάδες λυσσασμένοι Τον έσπρωχναν να περπατή και τα γεράματά του Περιγελούσανε σκληρά: — » Τη λαγουριά σου χτύπα... «Εμπρός... κ' οι λύκοι, ποιστικέ, θα φαν τα πρόβατά σου.» — Τον έσυραν 'σε μια αδειά... Πέφτειτη γη... Σταυρόνει Τα χέρια να τον κόψουνε... «Εμπρός... εμπρός... Δεσπότη Δεν έχεις σβέρκο για σπαθί... Ακαίρηος θα πεθάνεις.» — Μουγκρίζει ο ανεμοστρόβιλος.

Πηγαίνει αμέσως στον Ολλανδό δικαστή· κι' όπως ήτανε λιγάκι ταραγμένος, χτυπά απότομα την πόρτα· μπαίνει, εκθέτει το δυστύχημά του, φωνάζει λιγάκι περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε.

Να, εδώ και λίγες στιγμές, την ώρα που βρισκόσουνα μέσα, ήρθε ο Μηχανικός και μου τα ανάγγειλε όλα. Και το χειρότερο, καθώς μου είπε, πως όλοι αυτοί είναι ξαγριωμένοι εναντίο μου. . . Τώρα τι να κάμω; τι να κάμω τώρα; Ο Φιντής χτυπά το κουδούνι. ΥΠΕΡΕΤΗΣ Διατάξτε. ΦΙΝΤΗΣ Το καπέλλο και το παλτό μου. Γλήγορα το καπέλλο μου, σου είπα, και το παλτό μου.

Ο υπενωμοτάρχης άρχισε να χτυπά τις γροθιές του στην πόρτα, οι χωροφύλακες να γρατσουνίζουν με τα νύχια τους τα χαμηλά παράθυρα. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε.

Όσο να ειπής «Κύρι' ελέησον» πάλι «Παναγία βόηθαΤα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα στ' αυτιά μου. Μα τι τ' όφελος; Βάρε του μαχαιριού γροθιά· χτύπα το κεφάλι σου στο κατάρτι· το κατάρτι δεν σπάει. Αν είχα κ' εγώ ένα κλήμα στη στεριά πέτρα μαύρη θα έρριχνα. Μα πού το κλήμα; Απόφασι το επήρα. Ή το κύμα θα με φάγη ή θα με δώση πετσί και κόκκαλο άχρηστον στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη!

Με το χέρι, με το ποδάρι, με το κεφάλι, χτύπα. Του κάκου. Δεν γκρεμνά. Τίποτις δε βλέπω. Ώρες, μήνες, χρόνια περνούσαν και τίποτις δεν έβλεπα. Ποιος το λέει πώς δεν μπορεί μάτι αθρώπου να κοιτάξη τον ήλιο; Στον ήλιο μέσα να ζούσα, δε θα μου έφτανε το φως του. Να φύγη, να ξεσκορπιστή το χάος αφτό που με σκοτώνει. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα! Είναι βράχος μια τέτοια νύχτα.

Ενώ σάλεβεν ακόμα τη δύναμί του ο πλάτανος και το πράσινό του ήταν σαν καμπάνα της χαράς που χτυπά στο διάστημα, τα στρογγυλά σύννεφα του φθινόπωρου υψώθηκαν ακίνητα στον ορίζοντακαι τον κύτταξαν. Τότε άρχισε να ετοιμάζεται για το θάνατο.

»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα Το γιαταγάνι σου, κ' είναι θολό... Πώς κλαις;.. τι δέρνεσαι;.. Τρίψε το ακόμα, Μην τρέμεις... ζύγωσε... Δος μου να ιδώ.» »Το αίμα τάπιστο με το δικό μου Δε θέλω επάνω του νανταμωθή, Φαρμάκι αγλύκαντο μεςτο λαιμό μου Δε θέλω σύντροφο κάτουτη γη.» »Χτύπα, Λαμπέτη μου!.. Άπλωσε, πιάσε, Σφίξετα δάχτυλα τάσπρα μαλλιά... Τα χέρια εσταύρωσα... Μη με φοβάσαι.

Αν η πολύβουλη Αθηνά τους διο τους μ' αξιώσει 260 να σφάξω, τότε εσύ εκειδά σταμάτα το δικό μας γοργό ζεβγάρι, δένοντας τα γκέμια απ' το στεφάνι, και στο δικό σου νιάσου εφτύς να πεταχτείς ζεβγάρι, και χτύπα το ως των Αχαιών απ' των οχτρών το μέρος.