Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Αλλ' εσκέπτετο πάλιν ότι ενδέχεται να βραδύνη ένεκα των κωλυμάτων, άτινα ήθελεν απαντήσει, και τότε εσχεδίαζε την επιστολήν, ην ήθελε γράψει προς αυτόν, αν εγίνωσκε την γραφήν, εις απάντησιν της επιστολής του Μάχτου, ην η Αϊμά δεν ηδυνήθη ν' αναγνώση. Απεκοιμήθη δε συντάττουσα καθ' εαυτήν απάντησιν τοιαύτην «Αδελφέ Μάχτο. Η επιστολή σου μοι επροξένησε πολλήν χαράν, διότι μοι λέγεις ότι θα έλθης.
Ιδού εις ποίον τρόπον έστεκε γραμμένη εις τους ουρανούς η ελευθερία μας από εκείνον τον σκληρόν και άγριον άνθρωπον. Και ευθύς που ελευθερώθημεν από έναν τέτοιον κίνδυνον, εδοθήκαμεν εις μεγαλωτάτην χαράν και αγαλλίασιν. Όμως μας εκακοφάνη πολύ ο θάνατος του Ροκ, του οποίου είμασθεν υπόχρεοι της ζωής μας.
«Εκύκλωσαν αι του βίου μου ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε . . . » Και επόθει ολοψύχως τον μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, και επεκαλείτο μεγάλη τη φωνή τον «Γλυκασμόν των Αγγέλων, των θλιβομένων την χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός και σώτειρα: «Αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων . . . ».
Ο Πέτρος έκοψε και ηυλόγησε τον άρτον· εις τα πρόσωπα πάντων εζωγραφίζετο η ψυχική ηρεμία· άπειρος ευδαιμονία επλήρου το δωμάτιον. Επηκολούθησε σιγή και δεν ηκούοντο παρά οι ρυθμικοί παλμοί των καρδιών των. Ήσαν ενηγκαλισμένοι, ως μεθυσμένοι από άφατον χαράν.
Ότε πρωί πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο εντός του σχολείου κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις την έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον, σύρων τας εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον γένειόν του, το πρόσωπον του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και αγαλλίασιν.
Όλα δε αυτά εξέφρασε ποιήσας τον σταυρόν του και βαθέως υποκλιθείς. — Χριστός Ανέστη! ανέκραξεν ο ιερεύς, υψών την λαμπάδα του προ των ομμάτων του μπάρμπα-Κώστα, ούτινος το φασκιωμένον πρόσωπον ανέλαμψεν από χαράν μαγικήν, — Αληθώς ανέθτη! Ετραύλισεν ο μπάρμπα-Κώστας. — Πώς είσαι! — Καά. Δόκθα θοι ο Θεός! — Πονείς! — Δόκθα θοι ο Θεός! επανελάμβανεν ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεός!
Την εφαντάζετο τότε την σεμνήν γραίαν κατά τας ευτυχείς εκείνας στιγμάς οπού του έλεγε τα τρυφερά δίστιχα, από τα οποία είχεν εις την μνήμην της ολόκληρον θησαυρόν, αλλά τον οποίον τώρα είχε θάψει τόσον βαθειά η πένθιμος νόσος. Την εφαντάζετο ανασκουμπωμένην και ολόχαρον, κατασκευάζουσαν εκείναις της ωραίαις λαχανόπητταις, οπού ήσαν γεμάταις με χαράν παρά με καυκαλίθραις.
Ο Βασιλεύς εκατέβη από το θρονί του και αγκάλιασε την θυγατέρα του που του έδωκε τέτοιαν χαράν, έπειτα έπιασε και εφίλησε και τον Καλάφ, και εν τω άμα τον εκήρυξε γαμβρόν του, και μετά μεγάλης χαράς ελύθη το Ντιβάνι, και εμίσευσαν όλοι μετά μεγάλης αγαλλιάσεως.
Όλη η επιστολή απέπνεε χαράν και ελπίδα. Δεν περιείχεν ειμή μίαν μόνην επιθυμίαν, ίνα ο Βινίκιος αποκομίση το σώμα της από του αμφιθεάτρου και την θάψη ως γυναίκα του εις τον τάφον, όπου αυτός έμελλε μίαν ημέραν να αναπαυθή. Την επομένην, όταν ο Βινίκιος ήλθεν εις την φυλακήν, ο εκατόνταρχος του είπεν: — Ο Χριστός σου επεδαψίλευσε σήμερον την χαράν του.
Μα στοχασθήτε την έκστασίν του, οπόταν τον έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά σύντροφον της δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι δυο αδελφοί αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την χαράν τους, που ανταμώθηκαν ανελπίστως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν