Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ψυχή του δεν αντέχει εις λύπην διαρκή, αλλ' αισθάνεται την ανάγκην να γελάση και να χαρή, ενώ δε η θλίψις τον πιέζει, η λάμψις του γέλωτος διασχίζει ενίοτε της κατηφείας τα νέφη. Υπάρχουν και καρδίαι εντρυφώσαι εις την θλίψιν και διαιωνίζουσαι το πένθος, αλλά τούτο δεν είναι φυσικόν. Η φύσις επουλόνει τας πληγάς, και οργά επί τέλους η καρδία προς την φαιδρότητα και επιζητεί την χαράν.

«Εδέχθημεν την επιστολήν σου με μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν και ιδού που σας στέλλομεν την παρούσαν, προερχομένην από το υψηλόν συμβουλευτήριον της βασιλείας μας, που είνε ο λειμώνας των υψηλοτάτων πνευμάτων της αγχινοίας· ημείς ηξεύρομεν καλώτατα, ότι με πρώτην σας θεωρίαν θέλετε καταλάβει τον καλόν μας σκοπόν, και θέλετε λάβει ευχαρίστησιν». Έρρωσθε.

Μόλις δε είχον εισκομίσει τους σάκκους των φύλλων, προφυλάξασαι τον θησαυρόν αι γυναίκες εις ασφαλές μέρος, ίνα κατόπιν την νύκτα τακτοποιήσωσιν αυτόν, και ήρχισαν να ρίπτωσι με χαράν δροσερά φύλλα εις το καματερόν, το οποίον εθεώρουν και του χρυσίου πολυτιμότερον, και ιδού προσέρχεται η γειτόνισσα ασθμαίνουσα. — Αρί-σείς, ήρθατε! Εγώ πλειο τρόμαξατο δρόμο. Αι γυναίκες ουδέν εννόουν.

Στο βάθος μακρυά, η ξεφτισμένη κόκκινη ταινία όλο και ταραζότανε.. Άρχισε να μονολογεί: — Ρεύματα ανθρώπων και χείμαρροι και λίμνες και θάλασσες ανθρώπων ανακατεύονται και σπρώχνονται και συναντούνται και ανεβαίνουν στο Καπιτώλιο και χαμηλώνουν στα Τάρταρα. Τύμπανα και σάλπιγγες χτυπούν. Οδηγήσατε την χαράν εις τα στόματα των σαλπίγγων και προσαρμόσατε το μεθύσι στην μεμβράνα των τυμπάνων σας.

Ωχ, εκείνος ο καιρός δεν είνε μακρυά του είπα, επειδή, και κατά το παρόν γίνονται όλα αυτά τα ανομήματα. Εκατάλαβα ότι τα υστερινά μου λόγια του επροξενούσαν χαράν.

Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του. — Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα! Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον.

Εγνώριζεν όμως ότι προ πολλού ο κτύπος του αργαλειού, ο οποίος άλλοτε τόσον τον συνεκίνει, είχε σιγήση και τα άνθη του παραθύρου είχαν παραμεληθή, πέπλος δε κατηφείας εσκέπαζε το σπίτι εκείνο, το οποίον τόσον εφαίδρυνεν άλλοτε η εύχαρις μορφή της Πηγής. Ενόμιζες ότι η απαισία φεσάρα του βλοσυρού γέροντος είχεν εκταθή εφ' όλου εκείνου του οικήματος και αποπνίξη πάσαν χαράν.

Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.

Τα λόγια του ποιμένος τ' απροσδόκητα εβόμβουν, συγκεχυμένα, εις τα ώτα αυτής, ως ει προ μικρού είχε λάβει αρκετήν δόσιν κινίνης, ότε κατήρχετο και ο παπά-Μακάριος ο πνευματικός της, κατακόκκινος από την κούρασιντις οίδενόστις είχε την ευτυχίαν πρώτος να σπεύση εις την αιφνιδίαν της λυπημένης χήρας χαράν: — Καλώς τα δέχθηκες, κυρά-Καπετάνισσα! ήλθεν ο καπετάν-Γιαννάκης!

Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα, προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν· τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν.