United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και νυν οποία μεταμόρφωσις ηπιότητος, ειρήνης και μειδιάματος. Λάμπουν τα Ρημονήσια, χορός Ναϊάδων. Αι ράχεις των ακτινοβολούν από χαράν, με ρόδινον ή κυανούν πέπλον ημφιεσμέναι.

Τον ηρώτων, βλέποντες επί της ξυλίνης παγκιέτας του καφενείου του μίαν κασσελίτσα και μίαν τσεργίτσα. Και όμως ο Στεφανάκης φαίνεται να την ηγάπα την ωραίαν κόρην αληθώς, διότι πάντοτε την ημέραν του κακιώματος έπαιρνε τα βιολιά και εμέθυεν όχι από την χαράν του, αλλ' από την λύπην του.

Η δε ασημένια χρύσοφρυς δεν ήθελε να τον αποχωρισθή, τον αγαθόν πρεσβύτην, και παρηκολούθει μετά πόνου το πτώμα, ανασυρόμενον θλιβερώς υπό των δύο αλιέων, εν ώ ο πονηρός ερυθρίνος εχόρευεν από χαράν. Παρήλθον έτη. Η καπετάνισσα, ήτις εφαίνετο ότι ποτέ της δεν θα γηράση, εγήρασε πλέον.

Ησθάνετο την στιγμήν εκείνην αγρίαν χαράν να πνίξη το μικρόν θυγάτριον . . . Της ήλθεν εις τον νουν ότι ήτο αβάπτιστον, και αν το έπνιγε, θα είχε διπλήν αμαρτίαν . . . Η σκέψις αύτη επί μίαν στιγμήν την ανεχαίτισεν, αλλ' όμως απεφάσισε να υπερπηδήση τον φραγμόν τούτον . . . Παρά ένα δάκτυλον, η χειρ της έψαυε τον λαιμόν του μικρού πλάσματος . . .

Καμμία πτωχή γραία δεν θα ήτο ικανή να φωνάξη, τέτοιαν ώραν, της πάπιες της, αίτινες, άλλως, θα είχον εύρη την χαράν των, και, καθώς εβεβαίωσεν είς χωρικός όστις έλεγεν ότι ειξεύρει απ' αυτά, βεβαίως «εκοιμώντο πλέουσαι εις το νερόν». Η φωνή εκτάκτως οξεία, ήτο ίση με τον ήχον δέκα συριγγών, και δεν ηδύνατο να είνε ανθρωπίνη.

Ενώ έλεγεν αυτά το χαμόμηλον, ιδού διά μιας η κίχλα εκατέβη και εκάθισεν, όχι εις τας δενδρομολόχας και τα άλλα άνθη, αλλ' εις το χόρτον κοντά εις το χαμόμηλον, το οποίον τα έχασεν από την χαράν του και δεν ήξευρε πως να εξηγήση αυτήν την επίσκεψιν.

Εστάθη μέγας ο θαυμασμός του Αμπτούλ, εις τα όσα το παιδί του εδιηγήθη, και γεμάτος από χαράν ήλθεν εις τον οντάν, όπου εκάθητο ο Καλίφης.

Δεν ημπορώ να διηγηθώ την χαράν που έδειξεν ο πατέρας μου οπόταν με είδε. Και ύστερον από τα πρώτα αγκαλιάσματα που μου έκαμε, του επρόσφερα την Γαντζάδα φανερώνοντάς του το πως ήτον γυναίκα μου.

Δεν είν' αλήθεια, Μανώλη. Εγώ σου τήνε χαρίζω, φίλε μου, και να τήνε χαίρεσαι. — Αλήθεια; είπεν ο Μανώλης με παιδικήν χαράν. — Αλήθεια κι' άλλη φορά να μην πιστεύγης ό,τι σου λένε. Παραδώσας δε εις τον Μανώλην τον πασαλήν, τον εκαλονύκτισε και απεμακρύνθη αταράχως, ως να μη είχε συμβή τίποτε. — Πότε διάολο μ' έβαλε κάτω κ' επήρε μου και το μαχαίρι! εσκέπτετο θαυμάζων ο Μανώλης.

Αλλ' ουδέν των φυτών δύναται να έχη τι των παθών τούτων διότι άνευ αισθήσεως δεν υπάρχει ούτε ύπνος ούτε εγρήγορσις, όσα δε έχουσιν αίσθησιν, ταύτα και λυπούνται και χαίρουσι, όσα δε έχουσι χαράν και λύπην, έχουσι και επιθυμίαν. Αλλά τα φυτά δεν έχουσι κανέν εκ τούτων.