Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Έγερνε να βασιλέψη ο ήλιος και η θάλασσα κρασοκόκκιννη έδινε ζωηρήν εικόνα μιας ναυμαχίας, που χίλια πλεούμενα ανακάτωσαν τον βυθό της και μύριοι νεκροί έβαψαν με το αίμα τα νερά της.

«Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί», ξεχύθη κραυγή βραχνή, βοή βαρεία, βαθειά, σα να στενάξαν χίλια μύρια στήθη από της γης τα πέρατα πλατιά. Και με ολόρθο κορμί το παλικάρι, στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή: «Ήρθε ο καιρός», ξανάκραξε, «να πάρη το δίκιο του καθένας στη ζωή.

Ξεπεδουκλώνει τ' άλογα και πάει να τα ποτίση. Ερρόδιζεν η ανατολή κι' ο αυγερινός τραβιώταν, Πάηνε στα οργώματα ο ζευγάς κι' η κοπελλιά στο πλύμα Και το πουλάκι ολόγλυκον κελαϊδισμό κρατούσε. Άκουγε ο γέρος το πουλί, τήραε τα κορφοβούνια, Ολογυρνούσε τα δεντρά, κ' έλεγε με τον νου του: — Καλότυχα, μωρέ δεντρά, που ζάτε χίλια χρόνια, Που ανθίζετε κάθ' άνοιξη και κάθε καλοκαίρι.

Α σου πω πως είμαι λιγνός, μαυριδερός, άσκημος, και λίγο κουτσός, τότες ίσως με ξανατυλίξης και στο μαντίλι, και Θεός πια το ξέρει πότε θα διαβαστούν αυτές οι φυλλάδες! Ίσως όταν χίλια χρόνια και δω γυρεύουνε χερόγραφα ν' αποδείξουν πως και προ χίλια χρόνια βρισκότανε Ρωμιοί που πασκίζανε να γράφουν τη γλώσσα τους.

Να βάνη μέσα χίλια κοιλά· πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κοιλά. Και να έχη πολλά πανιά· δάσος κατάρτια, σχοινιάσύρματα. Και να ταξειδεύουμε μακριά, πολύ μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ, καπετάνιος εκείνος να σμίγουμε στον δρόμο και να χαιρετιώμαστε: — Ε, από το μπάρκο! ... ποιος καπετάνιος ; — Ο Μήτρος του Τράχηλα! — Ε, από τη νάβα! ... ποιος ;

Μα για να πάμε από το τίποτις, από τανύπαρχτο, ίσια με το μίσος, ίσια με την αγάπη, για να πάμε μάλιστα κάποτες από το μίσος στην αγάπη κι από την αγάπη στο μίσος, υπάρχουνε χίλιες και χίλιες αγάπες, μίσητα χίλια και χίλια, που όνομα δεν έχουν ως τώρα.

Έκειτο ανάμεσα στο Πυργί και στην Κεχριάν, κ' είχεν αντικρύ το μέγα δάσος των δρυών, τον Αραδιάν, προς μεσημβρίαν, και δεξιά τας ακτάς και τους βράχους του βορεινού Κάστρου, και το θεσπέσιον πέλαγος το και φρίσσον και αβυσσαλέον και γλαυκόν. Όλον το χωράφι, αγύριστον, περιείχεν υπέρ τα χίλια δένδρα, ελαίας, μυγδαλέας, απιδέας και συκέας, ήτο κατήφορος και κρημνός.

Και λοιπόν και τα ζώα τα εμοιράσθησαν κατά γένη και αγέλας ως θείοι βοσκοί οι δαίμονες, και έκαστος ήτο ανεξάρτητος εις όλα όσα διηύθυνε μόνος του, ώστε ούτε άγριον υπήρχε τίποτε, ούτε αλληλοφαγώματα, και ούτε πόλεμος ούτε διχόνοια όλως διόλου. Και ημπορούσε να αναφέρη κανείς χίλια άλλα, τα οποία συμβαδίζουν με αυτήν την διάταξιν των πραγμάτων.

Ξανάνοιξε τα μάτια της και τα χείλια της, κι' είδε για ύστερη φορά τα παιδιά της και τους είπε τα πλειο υστερινά λόγια: — Η Ξενιτειά του Βασίλη μου με στέλλ' στον Κάτω Κόσμο πικρή- φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν την καρδιά. Μώρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές, σπλώνοι και πικραγγουριές.

Καρολίνα, ανεφώνησα, γονατίζοντας μπροστά της, πιάνοντας το χέρι της και βρέχοντάς το με χίλια δάκρυα, Καρολίνα, η ευλογία του Θεού είναι επάνω σου και το πνεύμα της μητρός σου! — Αν την είχετε γνωρίσει, είπε, σφίγγουσα το χέρι μου, — ήταν αξία να την εγνωρίζετε! — Ενόμιζα ότι αφανιζόμουν.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν