United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι α μας διαβάζη σήμερα ένα Ρωμιόπουλο, όχι στα χίλια, παρά και στις δέκα χιλιάδες, ας μην το ξεχνούμε πως τους κατοπινούς μας θα τους διαβάζη η Ρωμιοσύνη όλη με τον καιρό. Έτσι πρόκοψαν όλες οι αλήθειες ως την ώρα, κι ας μη στενοχωριούμαστε που δε δουλεύει ο φυσικός ο νόμος πιο γλήγορα για τα μας. Πάντα δικός σου ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

Ούτω τα μεν θηκάρια Σορηδόν ερριμμένα Κρύπτουν την γην, τους βράχους· Ο δε σιδηροχάρμης Άφοβος Άρης, Κινεί την νήσον. Χίλια Πολέμου χάλκεα όργανα Βροντούν· εις τον αέρα Των ξίφων μύριαι γλώσσαι λάμπουν, κλονούνται. Μία βοή σηκόνεται, Μία μόνη επιθυμία, Και ωσάν ακτίνα ουράνιος, Ως φλόγα ες δάση ευάνεμα Καίει τας καρδίας.

Άκουσε τι έχω να σου ειπώ στην υστερνή μου ώρα: Δεν έχω πλούτη να σ' αφήσω, γιατί η Τύχη δε θέλησε ποτέ να με βοηθήση, θα σ' αφήσω όμως τρεις συμβουλές: Η μια είναι: «&Ή μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου&» Η άλλη: «&Μικρός ξενιτέψου και μεγάλος γύρνα σπίτι σου&». Κι' η τρίτη: «&Κάλλιο μια συμβουλή καλή παρά χίλια φλωριάΑυτές οι τρεις συμβουλές, παιδί μου είναι καλύτερες απ' όλα τα πλούτη του κόσμου.

Ο βαφιάς διά να μην έλθη εις άλλα λόγια με τον Κατήν, και διά να μη τον κάμη εχθρόν του, έστερξε να κρατήση τα χίλια φλωριά, και να πάρη την θυγατέρα του οπίσω, κάνοντας πρώτον να την χωρίση κατά τους νόμους.

Χορέβανε, γελούσανε, διασκεδάζανε, λαλούσανε για χίλια δυο πράματα, και φυσικά, όπως τυχαίνει στους χορούς και στους σουαρέδες, μεγάλα πράματα δε λέγανε. Να πω την αλήθεια, με πήρε βαριομάρα τρομερή, μου ήρθε μάλιστα και πλήξη.

Ο νέος ο κυνηγός δεν άκουσε τα δυο της τα χείλια, μόνο άκουσε τα δυο της τα ματάκια κ' έπεσε στην αγκαλιά της. Χίλια χρόνια βάσταξε το αγκάλιασμά τους και τα φιλιά τους άλλα τόσα. Και σα σήκωσε το κεφάλι του ο κυνηγός απ' τα γλυκά της στήθια, έβγαλε από μέσα απ' την τσάντα του μια τραχηλιά με μαργαριτάρια και την πέρασε στον άσπρο της λαιμό. Η βοσκοπούλα ξαφνιάστηκε.

Μα άλλες φορές μου μιλεί για χίλια δυο διαφορετικά πράγματα, για μένα τον ίδιο ίσως και τη ζωή μου ή για τη ζωή άλλων, που κανείς αγάπησε και βαρέθηκε ν' αγαπά, ή για τα πάθη που δεν εγνώρισε ο άνθρωπος και τα κυνηγάει.

Ακόμα χίλια δυο φλουριά, Γιαννούλα, θα ξοδιάσης, Τον ακριβό το Μήτρο σου αν θέλης να μη χάσης. — Δίνω και τρεις και τέσσερες ακόμα εγώ χιλιάδες. ..................................

Τέλος ο άρχοντας τον αγκάλιασε και του είπε: — Είσαι ο σοφώτερος άνθρωπος απ' όσους έχω ιδεί στον κόσμο. Τον κατέβασε ύστερα στο κατώγι, του έδειξε τα κόκκαλα όλων εκείνων που είχε σκοτώσει από την περιέργεια, που είχαν ν' ανακατεύωνται στες δουλειές των αλλωνών, του έδωκε τα χίλια φλωριά, άρματα για προφύλαξή του κι' ένα μουλάρι και τον ξεπροβόδισε.

Στη μεγάλη εξοχική στράτα, με τις πυκνές δεντροστοιχίες, που έφερνε ολοΐσα στην ωραία την ακρογιαλιά, είχε χυθή ο κόσμος, διψασμένος από ήλιο. Γέροι, νέοι, παιδάκια, άνδρες και γυναίκες, σαν μιαν απέραντη κάμπια, με χίλια χρώματα, που σερνότανε αργά απάνω στο χώμα, ακολουθούσανε ο ένας τον άλλο στην παράξενη λιτανεία του νεόφαντου ήλιου.