Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Αναλαμπή η εκ μεγάλης πυρκαϊάς προκύπτουσα λάμψις, αλλά και αυτή η θερμότης της φλογός. » Ανέλπιστο λιοβόρι. » σ. 221 Λιοβόρι βορειανατολικός άνεμος πνιγηρός και καυστικός. » Και χίλια τ' αντιρίμματα. σ. 221 Αντιρίμματα οι περί την ρίζαν δένδρου τινος φυόμενοι βλαστοί. Σα στο κυβέρτι η μέλισσαις πριν ο γονός κινήση. σ. 221 Κυβέρτι το κύβεθρον, η κυψέλη.
Τριακόσιαι δε γενεαί ανθρώπων ισοδυναμούσι με δέκα χιλιάδες έτη, λογιζομένων τριών γενεών διά πάσαν εκατονταετηρίδα· αι δε περιπλέον τεσσαράκοντα και μία γενεαί δίδουσι χίλια τριακόσια τεσσαράκοντα έτη.
Σύρτε με 'ς το Μουχτάρ πασσά δυο λόγια να του κρίνω. Πασσά μου, πούσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης Μέρωσε τον Αλή-Πασσά και δώσε ό,τι να δώσης Εις το βεζύρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε. Και 'σένα μ' άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε. Χίλια καντάρια ζάχαρη θα ρίξω μες τη λίμνη Για να γλυκάνη το νερό να πιή η Κυρά Φροσύνη.
Επήγε πάλιν εις την πόλιν σε μια φίλη της. Και ο Αλβέρτος — και — πρέπει να φύγω! 10 Σεπτεμβρίου. Τι νύχτα ήτον! Γουλιέλμε! Τώρα αντέχω εις όλα. Δεν θα την ιδώ πλέον! Ω! γιατί δεν δύναμαι να ριφθώ στο λαιμό σου, με χίλια δάκρυα και εκστάσεις να σου εκφράσω καλέ μου, τα αισθήματα τα οποία πολιορκούν την καρδιά μου!
Να και κάτι λεροφορεμένοι απ’ τη Σιγδίτσα με μεγάλους κουβάδες γεμάτους, νερό φωνάζοντας: «Γάλα καλό-ο-ο!» . . Κυττάτέ την εκείνη εκεί ! μια Κυρία της μόδας με σκούπα για βεντάγια, που σηκώνει τις φούστες της ως τα γόνατα και δείχνει, με χίλια τσαλιμάκια, γάμπες ευζωνικές κι αντρίκια χοντροπάπουτσα λαστιχένια με ταυτιά απόξω. . . . . Και πάλι αμάξια με ντόμινα και σούστες φορτωμένες με μισόγυμνους ανθρώπους τυλιγμένους σε σεντόνια που πήγαιναν τάχατις στο Φάληρο! κι ο κόσμος τους φώναζε : «Κρύο ! κρύο ! μπούζι! » και πάλι μάσκες και κουρελομάνι και χρώματα και χρυσόχαρτα και λουλούδια και γέλοια και φωνές και χαχαρίσματα και σερπαντέν και σκουντιές και τσιμπιές και πατήματα κάλων και κερατιλίκια και στανιά και «Χαρτί και πόλεμος !» και παλαμάκια που δεν παίρνουν τέλος απ’ την μιαν άκρη του δρόμου ίσαμε την άλλη. . . Αχ, τι ζωή ! τι χαρά ! Τι όμορφα που είναι ! Τι όμορφα ! Κύτταζε η Λιόλια ολοένα, κύτταζε και δε χόρταινε.
— Εμείς δε σε θέλαμε να γενής βοσκός, μοναχός σου γείνηκες, είπε και ο Σαϊτονικολής. Κιά θες εσύ ένα νάσαι κοντά μας, εμείς το θέμε χίλια, παιδί μου. Η οικογένεια ολόκληρος εώρτασε την εσπέραν εκείνην.
Εργατικός πολύ και τιμιώτατος, αγάπησε πολύ τον Άνθιμο και ο Άνθιμος τον αγάπησε· μα ο παππά Συνέσιος δεν τον αγαπούσε και κάθε λίγο τον εβασάνιζε και τον αδκούσε, με χίλια δύο. Τα υπόμενε ο καϋμένος ο Σταυράκης και μόνον ήλεγε πότε πότε τα παράπονά του στον Άνθιμο. Εκείνο το πρωί ο Σταυράκης επήγε κ' ευρήκε τον καλόγερο.
Αφού το μικρόν εβαπτίσθη, και ωνομάσθη Χαδούλα, με τ' όνομα της μάμμης του — το οποίον έκαμεν εκείνην να μορφάζη σείουσα την κεφαλήν, και να ψιθυρίζη «μην τύχη και χαθή τ' όνομα!» — πάλιν η γραία ηγρύπνει, αν και το μωρόν εφαίνετο να είναι οπωσούν καλλίτερα. Άλλως η αγρυπνία ήτο εν τη φύσει και τη ιδιοσυγκρασία της Φραγκογιαννούς, ήτις εσκέπτετο χίλια πράγματα, και είχε τον ύπνον δύσκολον.
Αφέντη Χόντζα, απεκρίθη η Αροούγια σηκώνοντας το επανωμπούλωμα από τα μάτιά της, εγώ είμαι γυναίκα του πραγματευτού Βανάη· ο οποίος με έστειλε να σε περικαλέσω να του κάμης την χάριν να του επιστρέψης τα χίλια φλωριά, που σε είχε δανείσει, επειδή και ευρισκόμασθε εις μεγάλην χρείαν.
Οι δε Σατταγύδαι, οι Γανδάριοι, ο Δαδίκαι και οι Απαρίται, έβδομος νομός, ηνωμένοι όλοι, επλήρωνον εκατόν εβδομήκοντα τάλαντα· τα δε Σούσα και η άλλη χώρα των Κισσίων, όγδοος νομός, επλήρωνον τριακόσια. Η Βαβυλών και όλη η Ασσυρία, έννατος νομός, έπεμπον χίλια τάλαντα αργυρίου και πεντακοσίους ευνούχους παίδας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν