Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Με πολλά λοιπόν καλοπιάσματα και γλυκά λόγια μου επρότεινεν ο υποψήφιος να γείνω κομματάρχης του και αντιπρόσωπος στην κάλπη του, κ' έπειτα θα μου έκαμνεν ό,τι ήθελα. Θα με διώριζε σε καλή θέσι, εδώ ή στην Αθήνα, θα εγλύτωνε τον κουνιάδο μου που είχαν στη φυλακή για λαθρεμπόριο, θα έβαζε το γυιό μου υπότροφο και δε θυμούμαι πόσα άλλα, πού μ' έκαμναν να βλέπω στον ύπνο μου λαγούς με πετραχήλια.

Η φυλακή έχει σίδερα κι όξω Σκοποί φυλάνε, Θέλω για νάρθω να σε ιδώ και τους Σκοπούς φοβάμαι. Έβγαινε κλαψάρικο, κ' έρεε συρτό των πονεμένων καταδίκων το τραγούδι. Ήταν πικρός, κ' ήταν παραπονιάρικος ο αχός του. Έμοιαζε αρώστου αγγελόκρουσμα γλαρό, κ' ήταν του πόνου ακράτητο ξεχείλισμα, μαράζι ήταν κ' εξεθύμαινε και της απελπισιάς λυγμός και ρόγχος,

Αυτό κι' ένας στραβός το βλέπει. Όμως λέει και κάτι λόγια που δεν πρέπει ν' ακούσουν οι πολλοί. Πιάστε τον, στρατιώτες. Δέστε τον. Χολή μ' επότισε η αποστασία του. Ολόισα στη φυλακή. Κακό μου δίν' η παρουσία του. Οι ανωτέρωεκτός του Γαλερίουέπειτα Κουβικουλάριος 1ος ΟΠΛΙΤΗΣ. Αδελφέ μας, δόσε μας την υστερνή σου ευλογία. 2ος ΟΠΛΙΤΗΣ. Είμαστε κατηχούμενοι της εκκλησίας στο κρυφό. . .

Δεν πειράζει.» «Φυλακή; Όχι, αυτό δε θα το επιτρέψω, όχι.» «Εσύ, λοιπόν, Έφις, έχεις λεφτά;» «Εάν είχα δεν θα ήμουν τώρα εδώ έτσι τσακισμένος! Θα είχα κιόλας εξοφλήσει τις συναλλαγματικές….». «Τι κάνουμε τότε, Έφις; Τι κάνουμε;» «Άκου λοιπόν. Θα πας πάλι στην τοκογλύφο και θα της ζητήσεις να σου δανείσει εκατό λιρέτες για να πας στο Νούορο. Εκεί θα ψάξεις δουλειά.

Το μοναχογιό μου τον έκλεισε χρόνο στη φυλακή γιατί δεν έστρεγε να πάρη την κόρη του, την παστρογωνιά του... Μα δεν του πέρασε!.. Κι ο γιος μου παντρεύτηκε σύμφωνα με τη θέση του, κ' η θυγατέρα μου χάρηκε το στεφάνι της κ' εγώ απόλαψα τα καλά μου κι ο άντρας μου του στάθηκε παλούκι στο μάτι. Δέκα χρόνια πόλεμο και πάντα του βγήκε νικημένος.

Τους πιάνει αμέσως και διατάζει τους γενναίους του να τους πάνε στη φυλακή. — Δε μεταχειρίζονται έτσι τους ξένους στο Ελδοράδο, είπε ο Αγαθούλης. — Είμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά μανιχαίος, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά, κύριε, πού μας πάτε; ρώτησε ο Αγαθούλης. — Στο μπουδρούμι, απάντησε ο αστυνόμος.

Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η χαίνουσα του σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε ήχου παλμός εισέδυε ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα φυλακισθώσιν εντός αυτού και άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και άλλα χαρτονομίσματα. — Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή.

Η Γκριζέντα ακουμπούσε στον τοίχο και έκλαιγε, λες και ήταν έξω από μια φυλακή που περιέκλειε όλα της τα καλά και όπου εκείνη δεν μπορούσε να μπει. «Λοιπόν, τι έχεις; Θα γυρίσει, σίγουρα.» «Το άκουσες, ψυχή μουείπε η γριά τραβώντας το κορίτσι από τον τοίχο. «Θα γυρίσει! Δεν έφυγε για πάντα, όχι!» «Θα γυρίσει, ναι, κορίτσι μου!» Η Γκριζέντα του πήρε το χέρι και το φίλησε με αναφιλητά.

Από κείνους τους Προεστούς που μιλούσαν τούρκικα, έτρωγαν και γλέντιζαν τούρκικα, μα φυλάγανε μερικά συστήματα καθάρια ρωμαίικα. Καλό μας έκαμαν αυτοί οι Προεστοί. Ήρχουνταν ώρες που ανασηκώνανε λίγο το βάρος των αδερφιών τους, γλυτώνανε μερικούς από φάλαγγα, από φυλακή, ή κι από χερότερα. Αγαπούσαν και να λογομαχούνε με τους αγάδες, πότε με τόνα «προνόμιό» τους, πότε με τάλλο.

Διά πνεύμα ελεύθερον, δι' άνδρα ζήσαντα εν τη αγριότητι της ερήμου, καθώς ο Ιωάννης, χειροτέρα του θανάτου ήτο η φυλακή. Και αυτό το όμμα του προφητικού αετού επόμενον ήτο να θολώση εις τον κλοβόν εκείνον.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν