Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Είχε ένα ακατάπαυστο μίσος για μένα και δεν έχανε ευκαιρία να το δείχνει. Τώρα που με είχε στο έλεός του, ήξερα ότι δεν θα έδειχνε οίκτο, και βέβαια είχα δίκιο. Τρελός από θρίαμβο και μανία, ήρθε στην φυλακή μου και μου ξέσχισε το δεξί μου μάτι. Έτσι το έχασα. Ο καταδιώκτης μου όμως δεν σταμάτησε εκεί.
Πώς γίνεται όμως σ’ αυτό το χωριό να κερδίζει κανείς; Εσύ το ξέρεις, εσύ που απόμεινες έτσι… έτσι… φουκαράς….» «Οι θείες δεν θα δώσουν ούτε μια δεκάρα», συνέχισε ύστερα από μια μικρή παύση όλο αγωνία. «Υπάρχει βέβαια και η υπογραφή της θείας Έστερ. Αναγκάστηκα να την πλαστογραφήσω επειδή… η τοκογλύφος δεν με δάνειζε. Θα πληρώσω όμως, θα δεις∙ και αν δεν τα καταφέρω θα πάω φυλακή.
Η φυλακή της Παλαιάς Δημοκρατίας είναι βεβαίως εκ των επιβλητικωτάτων οικοδομημάτων. Διατί όμως η μαρκησία τα προσηλώνει επ' αυτής τόσον πεισματικά, ενώ πλησίον της αγωνιά το μόνον της τέκνον; Ακριβώς απέναντι των παραθύρων του κοιτώνος της ανοίγεται εκεί κάτω ένας όρμος πλήρης σκότους.
Παριστά τον νεαρόν του Σωκράτους μαθητήν Φαίδωνα, ο οποίος παρευρέθη εν τη φυλακή κατά την τελευταίαν της ζωής του διδασκάλου του ημέραν υπό το κράτος ακόμη βαθείας συγκινήσεως αφηγούμενον εις τον εκ Φλιούντος μη παραγενόμενον κατά την ημέραν εκείνην έτερον μαθητήν του Σωκράτους Εχεκράτην παν ό,τι εγένετο και ελέχθη κατά την αλησμόνητον εκείνην ημέραν παρ' αυτού και των παρευρεθέντων πιστών αυτώ μαθητών, τα κατά τας τελευταίας αυτού στιγμάς και την ατάραχον και γαλήνιον του βίου του τελευτήν.
Το χαρτί δεν βλάπτει να το σχίσω. «Μη λησμονείς τους όρκους μας. Δεν θα σου λείψουν »ευκαιρίαι να τον ξεπαστρεύσης. Αν έχης την θέλησιν, »θα εύρης και την ώραν και τον τόπον. Αν επιστρέψη »νικητής, δεν εκάμαμεν τίποτε. Τότε θα είμαι »αιχμάλωτός του εγώ, και φυλακή μου η κλίνη του. »Γλύτωσέ με από την μισητήν παρουσίαν του και διά τον »κόπον σου λάβε την θέσιν του. Αισχρότης χωρίς όρια!
Ο Ψυχομάνης ήταν μάγεράς μας μέσα στο Ένα . Ήταν και καφεντζής. Ήταν ο πιο βαρυποινίτης κι ο πιο άγριος κι αχόρταγος μέσα στο Ένα . Στη φυλακή, όπως κι όξω στην κοινωνία, ο πιο δυνατός βάνει κάτου όλους τους άλλους, που δε βρίσκουν λόγια να φωνάξουν το δίκιο τους.
Επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η Λίγεια ήτο σώα, ότι ούτε η φυλακή, ούτε ο θάνατος εις την κονίστραν την ηπείλουν πλέον, ότι τα δεινά της είχον τελειώσει και ότι θα την ωδήγει εις τον οίκον του διά να μη χωρισθή πλέον αυτής. Τω εφαίνετο ότι εκεί ανέτειλε μία νέα ζωή μάλλον παρά η πραγματικότης.
— Δεν μπορεί να είναι αλλοιώς, έλεγεν. Ο φονιάς πρέπει να ήταν μανισμένος μαζί του, και πρέπει να το ήξευρε. Αλλέως δεν μπορούσε να τον παραμονεύση αυτή την πρώτη την ημέρα, που πήρε την πόστα πάνου του. Είναι λοιπόν χωρίς άλλο χωριανός μας, ή κανείς από τα περίχωρα. Όταν επήραν αυτόν, που είχε πρώτα την πόστα, στην φυλακή, είπα πως έκαμεν ο Θεός κρίσι.
Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε ν' αφήση τον υιόν του να «ξεμπουρδαλιάζη» και εζήτει να τον πάρη μαζί. Αλλ' ο Πάπος αγαπούσε, ναι, της βάρκες, αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά δεν έστεργε την πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατήρ του, θα ήτο πλωτή φυλακή δι' αυτόν. Και άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να τον πάρη μαζί, εφρόντισε να γείνη άφαντος.
— Πρόσταξε, βασιλιά μου, να της πάρωμε το κεφάλι! είπε ο μαντατοφόρος. — Όχι, να μην της πάρετε το κεφάλι, είπε ο βασιλιάς. Στα σίδερα να μείνη νηστική και διψασμένη, μες στη φυλακή. Με σιδερένιες βέργες να τη δέρνουνε και σα ζητάη νερό να ξεδιψάση, ξύδι να την ποτίζουν κι' αψιθιά.... Ο γέρος ο βασιλιάς συνέφερε λίγο απ' το κακό του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν