Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Αλλ' αντί να καταρρίψη επί της ενοχλησάσης αυτήν γυναικός την χείρα της, μετενόησεν έως ου να καταβιβασθή τόσον μακρά χειρ και εκτύπησε την γυναίκα εκείνην με την γλώσσαν της: — Ό,τ' παθαίνω εγώ, είνε απ' το Θεό, άμ' συ να ιδούμε, κακομοίρα! Και αφού απήλθον όλαι και έμεινε μόνη η Μιλάχρω και εκάη πλέον ο φούρνος, έκραξεν ηχηρώς με γλυκείαν φωνήν αρχίζουσα να πανίζη πλέον: — Άιντε, Χρυσώ!

Αυτός για σήμερα φροντίζει να καλοζή. Αύριο φούρνος μην καπνίση. — Κι αν το καλλιεργή, μήπως θα το κάμη δικό του; — Σήμερα όχι· δεν μπορεί να το κάμη δικό του. Αύριο όμως ποιος ξέρει; Σήμερα το δουλεύει· αύριο σηκώνει έναν τράφο· μεθαύριο αν τούρθη βολικό το σμίγει με το χτήμα του. — Αυτό είνε δικό μας, κληρονομιά μας! με τι δικαίωμα θ' απλώση χέρι; — Καλά· άμα το πάρη σύρε να ρωτάς.

Και ο φούρνος μέσα με την φλόγα καταναλίσκουσαν εγόγγυζε διαψεύδων την Μιλάχρω. — Ναι, δε γλέπου 'γώ! Απήντησε το κοράσιον και έφυγε, θέλον να τρέξη και βραδύνον περισσότερον εκ των μεγάλων γυναικείων εμβάδων του. Αλλ' επειδή αι αναμένουσαι γυναίκες δεν παρεμέριζον, στραφείσα πάλιν είπε βιαίως η Μιλάχρω: — Τι καθησάστε, θαπώ; Και εκείναι εξαφνίσθησαν πάλιν ως να έφαγον δεύτερον ράπισμα.

Και επειδή ο φούρνος έκαιε πλέον κανονικώς, η Μιλάχρω εκάθησεν επί της λοξής και χωλής παγκιέτας να ξεκουρασθή ολίγον, σπογγίζουσα το μέτωπόν της και συμμαζεύουσα τον πεσόντα κεφαλόδεσμόν της. Και χωρίς ούτε ν' ατενίση καν προς τας αναμενούσας γυναίκας είπε: — Γλέππώς το τρώνε το ψωμί; Ύστερα σου φωνάζουνε κιόλα!

Ευτυχώς ο Γιώργος ο Μπάρμπα-δήμαρχος, μίαν εβδομάδα ολόκληρον κουβαλών κλάρες, είχε γεμίσει ως επάνω το χάλασμα μεθ' ου συνείχετο ο φούρνος, τον οποίον εκολλούσεν η γυναίκα του η Μιλάχρω, μία ανδρογυναίκα ως εκεί απάνω, με δυο χέρια μακρά ως το φουρνόξυλο, διά του οποίου διηυθέτει της κλάρες εν τω αναμμένω φούρνω, αν και πολλάκις αι γυναίκες αι φουρνίζουσαι τα ψωμία, την είδον την Μιλάχρω απάνω εις την οχλοβοήν να διευθετή με τας μακράς και ξηράς χείρας της, αψηφούσα το πυρ, το οποίον, λέγεις, τας είχε ψήσει και μεταβάλει εις φουρνόξυλο.

Ο παπάς, αφού πρώτα έβγαλε στην άκρη της θύρας τα κουντούρια του, κάθισε φαρδύς-πλατύς σταυροπόδι δίπλα στην ωμορφοκαμωμένη φωτιά, που έκαιε σα φούρνος, κι' έπεφταν λαχταριστά από τ' αναμμένα τα κούτσουρα μεγάλα κάρβουνα φλογιασμένα.

Ο Δάσκαλος τους χαιρέτησε με χαρά και μόνο που δεν τονέ φίλησε το Νίκο: «Μωρέ κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε ! Μωρ' τι γίνηκες Νίκο !. . . » Καλωσόρισε και τη Λιόλια σφίγγοντας της το χέρι με μεγάλη φιλία. . . Αχ, βιολιά, βιολιά! γλυκά βιολιά !

Η Μιλάχρω όμως δεν έλεγε διόλου καλά, διότι από την βίαν της ελησμόνησε μέσα έν ολόκληρον ταψίον, Και η κλάρες άναψαν πλέον. Εφλόμωσεν ο φούρνος κατ' αρχάς από μαύρον καπνόν. Μετ' ολίγον ο καπνός έγεινε φαιός. Οι χλωροί πρίνοι ήρχισαν να πρατσαλίζουν μετά κρότου ως γλώσσαι εριζουσών γυναικών και η φλοξ ανέλαμψε δεξιά και αριστερά υπό τον θολίσκον τον πλίνθινον του φούρνου. — Τά, τι κάνεις, θαπώ;

Απάνω εις τον Ποταμό, εις την Βραΐλα, έχει δουλειά τακτική. Και ήρχοντο και παρήρχοντο η καλαίς ημέραις. Και πάλιν ξαναήρχοντο και πάλιν παρήρχοντο. Και το σπιτάκι που έλαμπε πρώτα σαν το χιόνι επάνω εις τον Βράχον με την αυλίτσα την κάτασπρην, εμαύρισε σαν φούρνος πλέον από τον καπνόν της δυστυχίας. Έτσι μαυρίζει κ' η καρδιά που έχει μέσα λύπη. Αι γειτόνισσαις δεν την επίστευον πλέον.

Θα γέν' πλειο ο γάμος, Μιλάχρω! Έλεγαν μετά πεποιθήσεως αι γειτόνισσαι. — Σα θέλ' ο Θεός! απήντα η μήτηρ μετ' αμφιβολίας. Πλην ο Θεός δεν ήθελε· και την επαύριον κλειστός ο φούρνος και κατάκλειστον το σπίτι.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν