Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Ταχέως όμως τον προφθάνει το γήρας, οποιοσδήποτε και αν είναι, και τον κάμνει να μη θέλη να ξεναγεννηθή, αφού λογαριάση την ζωήν που έζησε, εάν τύχη να είναι φορτωμένος με παιδικάς προλήψεις. Δι' αυτά λοιπόν ποίαν άραγε απόδειξιν έχω; Το ότι είναι τοιαύτης φύσεως το ζήτημα το οποίον τόρα εξετάζομεν εις την συζήτησίν μας.

Αλλά διατί να είπω περισσότερα; Τώρα ιδού φορτωμένος αλυσίδες εις την φυλακήν αυτήν. Αύριον θα είμαι ελεύθερος. Αλλά πού; Χοπ-Φρωγκ Δεν εγνώρισα ποτέ πρόσωπον έχον μεγαλυτέραν από τον βασιλέα αυτόν κλίσιν εις τας απολαύσεις της φάρσας. Εφαίνετο ότι δεν ζη παρά διά να κάμνη φάρσας.

Και σας παρακαλώ να παρακολουθήσετε τον λόγον μου. Αυτά δηλαδή τα ποιήματα και συ βεβαίως τα ήκουσες. Όσον δε διά τον φίλον απ' εδώ, νομίζω ότι είναι φορτωμένος από αυτά. Βεβαιότατα. Βεβαίως και εις τα μέρη μας τα έφεραν από την Λακεδαίμονα. Εμπρός λοιπόν ας ερωτήσωμεν όλοι μαζί αυτόν τον ποιητήν κάπως ως εξής. Καλέ Τυρταίε, τόσον εμπνευσμένε ποιητά.

Και το είχε φέρει ο κολλήγας του προ μιας ημέρας, ο Κομποδήμος, εμφανισθείς πρωί-πρωί φορτωμένος με ένα σακκάκι δεμένον επάνω καλά περί τον λαιμόν. — Γεια-χαρά σας! εφώνησεν ο Κομποδήμος με την έρρινον οξείαν φωνήν του, ηχούσαν ως γκάιδας ήχον. Και απέθεσε το σακκάκι με προσοχήν εις τα σανίδια του πατώματος.

Έπειτα άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις τρόπον που χωρίς να απεικάσω ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα· έχασα το καλόν μου όνομα εις το Σουράτ· κανείς πλέον δεν με επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε δεν είχα.

Πια ανάγκη, και πια χρεία, Έτζι αδιάντροπα κι' αχρεία Σε στενεύει να χουγιάζης, Κι' όλους μας να μας πειράζης; Δεν τηράς πως φορτωμένος Μετ' εσάς εγώ ο καϋμένος, Τι τραβώ και δοκιμάζω, Και παράπονο δε βγάζω; Πάρε καν παράδειμμά σου Οχ την ίδια συντροφιά σου, Που παράνω τυραγνιούνται, Και καθόλου δε γρηκιούνται.

Δηλαδή από όσα προετοιμάζει η ασχολία του βίου εις όλα τα άλλα έργα, αυτή η οποία επιδιώκει νίκην εις τα Πύθια και εις τα Ολύμπια διπλασίας και πολύ περισσοτέρας ασχολίας, είναι φορτωμένος αυτός ο βίος, ο οποίος εχαρακτηρίσθη ορθότατα ότι ασχολείται εις την τελειοποίησιν της αρετής του σώματος και της ψυχής.

Δηλαδή, αφού εσυμφωνήσαμεν προς τον εαυτόν μας ότι ο ουρανός είναι φορτωμένος από πολλά αγαθά, αλλά και από τα αντίθετα, και περισσότερον από τα αντίθετα, διά τούτο λοιπόν, υποθέτομεν, αυτή είναι μάχη έχουσα ανάγκην μεγάλης προσοχής, σύμμαχοί μας δε είναι οι θεοί και οι δαίμονες, ημείς δε πάλιν είμεθα κτήματα θεών και δαιμόνων.

Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360 «Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου, ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα. καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία να μάθω αντην πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365 αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν, και να σβυσθή δεν θέλησανταις φάλαγγαις των Τρώων, ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις. τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου, και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370 και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένωτην χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέτην πόλι πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία• οι άλλοιτον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375 και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργείτα ξένα, και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν• αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώραάνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει, και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380 και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδετου Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος, με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385 η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».

Ω ωραία κυρά μου, της αποκρίθηκα, εγώ είμαι ένας ξένος και δεν γνωρίζω κανένα εις αυτήν την χώραν και το περισσότερον, φέροντάς σε εκεί φοβούμαι να μην πάθω· διατί αν με ερωτήσουν, τις είνε αυτή η γυναίκα που φέρεις φορτωμένος έτσι καταπληγωμένην, τι απόκρισιν ημπορώ να δώσω; Αποκρίσου πως εγώ είμαι αδελφή σου, είπεν εκείνη και μην έχης άλλην χρείαν.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν