Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
— Είν' ένας φαρμακόψυχος, που κερδίζει τη ζωή του κακολογώντας όλα τα δράματα κι' όλα τα βιβλία· μισεί οποίον πετυχαίνει, όπως οι ευνούχοι μισούνε τους άρτιους· είν' ένα απ' αυτά τα φίδια της φιλολογίας, που τρέφονται από λάσπη και φαρμάκι· είν' ένας λιβελλογράφος. — Τι θα πει λιβελλογράφος; ρώτησε ο Αγαθούλης. — Είν' ένας που κάνει φυλλάδες, ένας Φρερώνος.
Μπορώ κι' είμαι ένας διαβάτης ... Είδα ένα ωραίο τοπείο. Αχ! τι ησυχία! τι ησυχία! Κι' όμως — τι θάνατος .. . Αλήθεια θα είνε δυνατό να ζήσω κι' αύριο έτσι πεθαμένος ; Βελόνες της υποψίας, μαχαίρια της λύπης, φίδια της ζήλειας — η καρδιά μου που είχε την τρέλλα να γιατρευτή, τώρα φωνάζει και ζητεί της πληγές σας. Ω, ξαναρθήτε! Παρίσι, 1909.
Ο Έφις σταμάτησε στο κτηματάκι, κοντά στη σκλήθρα στο αμμώδες όριο του χωραφιού με τα καρπούζια και κοιτάζοντας τους σαρκώδεις βλαστούς που απλώνονταν μπλεγμένοι εδώ κι εκεί σαν φίδια κάτω από τα φύλλα, του φαίνονταν ότι είχαν, όπως εξ άλλου όλοι οι θάμνοι που θρόιζαν τριγύρω, κάτι το ζωντανό, το ζωώδες.
Επλησίασεν ο όφις εκεί, και εκόλλησεν εις το δένδρον εκεί που αγροικούσε την οσμήν επάσχισεν από κάθε μέρος να χωθή μέσα εις τα αγκάθια, αλλά ματαίως εκοπίασεν όλην την νύκτα φυλάγοντάς με ωσάν η γάτα, που φυλάγει να πιάση τον ποντικόν· τέλος πάντων όταν εξημέρωσεν ανεχώρησεν από εκεί επειδή τα φίδια και εις εκείνο τον νησί, την ημέραν κρύπτονται εις σπήλαια διά τον φόβον που έχουν από κάποια μεγάλα όρνεα, τα οποία είνε εχθροί των θανάσιμοι και τα κυνηγούσι διά να τα φάγουν.
Μόνον πού και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν πέτρες και νερά δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λίθρους εδώ κ' εκεί. Άλλο τίποτα.
Και μόλις είδαν όλοι το βυζανιάρικο Ηρακλή να σφίγγη με τα χέρια τους δράκοντας, ανάκραξαν χτυπώντας τις παλάμες. Κ' εκείνος, στον πατέρα του δείχνοντας τα δυο φίδια σπαρτάριζεν από χαρά σηκώνοντάς τα απάνω, κ' ύστερα γέλασε κ' εμπρός στα πόδια του πατέρα ταπόθεσε τα δυο θεριά ψόφια και καρωμένα.
Βαρδάτε όλοι απ' εμπρός γιατί θα πάρω δρόμο βαρδάτε κι' αφηνίασα, μου ήλθαν τα φεγγάρια, και με χαϊδεύουν Εριννύς και Μάγισσαις 'στόν ώμο με φίδια 'στό κεφάλι των, σκορπιούς και σαλιγκάρια. Βουνά και όρη δρασκελώ, κοιλάδας, βράχους, λόγγους, ακούω γέλοια γύρω μου μ' αλαλαγμούς και βόγγους, κι' αντιλαλούν σκουξίματα «συλλάβετε τον γέρο» κι' εγώ στιγμή δεν σταματώ, μα πού τραβώ δεν ξέρω.
Άλλες φορές πάλι είμαι τυλιγμένος από ένα σωρό φίδια, πού με σχισμένες γλώσσες με βουρλίζουν σφουριξιές. Γεια, τώρα, γεια! Μπαίνει ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. Εδώ έρχεται ένα πνεύμ' από τα δικά του, κ' έρχεται να με βασανίση, γιατί αργώ να φέρω μέσα τα ξύλα. Ας πέσω πίστομα, ίσως να μη με καταλάβη.
— Άρχεψε το φίδι! εσκέφθη η λυγερή, αδημονούσα. Και πάλιν επανήρχετο εις τας προτέρας σκέψεις της και πάλιν εδυσφόρει καθ εαυτής, κατά του σίτου, κατά του ανδρός της. Ότε είπεν εις αυτόν ότι είδε το φίδι εις την πατουλιά, εγέλασεν ούτος διά τον φόβον της και την είπε κουτήν. Αυτή ή ο Στάθης ήτο κουτός που δεν την ενόει; Φίδια η Σμάλτω, αληθινά φίδια, δεν εφοβείτο.
Και μόλις είδ' ο Ιφικλής απάνω απ' την ασπίδα εκείνα τα κακά θεριά, τα σκιαχτερά των δόντια, έκραξεν απ' το φόβο του κ' εκλότσησεν αμέσως το μάλλινό του σκέπασμα γυρεύοντας να φύγη· όμως ο άλλος, ο Ηρακλής, άπλωσ' ευθύς τα χέρια κ' εγίνηκαν τα δάχτυλα χαλκάδες στο λαιμό τους εκεί που τα φαρμάκια τους όλα τα φίδια κρύβουν, τα φίδια αυτά που κ' οι θεοί τα εχθρεύονται για πάντα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν