Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Ακόμη υψηλότερα επάνω εφάνησαν δύο ορειναί αίγες· του Ρούντυ τα μάτια ήστραψαν, αι σκέψεις του επήραν νέον δρόμον, αλλά δεν ήτο αρκετά πλησίον, ώστε να ημπορέση να της σημαδεύση με ασφαλές σημάδι. Ανέβη υψηλότερα επάνω, όπου τραχεία μόνον χλόη μέσα εις τους πετρίνους όγκους ηύξανεν· αι αίγαγροι επήγαιναν με άνεσιν επάνω εις το χιονοπέδιον, ετάχυνε το βήμα του.
Τότε, στο βάθος του αγρίου δάσους, άρχισε για τους φυγάδες η τραχειά ζωή, — αγαπημένη μολαταύτα. Στο βάθος του αγρίου δάσους, με μεγάλους μόχθους, σαν κυνηγημένα ζώα, γυρίζουν δω κ' εκεί, και σπάνια τολμούν να ξαναπάνε το βράδυ στο άσυλο της προηγουμένης. Τρώνε όλο κρέας των αγριμιών και πιθυμούν τη γεύσι τ' αλατιού.
Η οδός ήτο τραχεία και απεριποίητος, αλλά και ο Γεροθανάσης και το κτήμα του εφαίνοντο συνηθισμένοι εις τας πέτρας, αίτινες επηύξανον το δύσβατον του εδάφους. Τοίχοι χαμηλοί, ξηροτρόχαλοι, άνευ πηλού ή ασβέστου, εχώριζον εκατέρωθεν τους αμπελώνας. Καθ' όσον δε η οδός απεμακρύνετο, διεδέχοντο τους αμπελώνας αγροί θερισθέντες ήδη.
— Να παίζη ο κόντρας, βρε Γιάννη! Ακούεται αίφνης, διακόπτουσα τους ψιθυρισμούς της ψυχής, η τραχεία φωνή του πλοιάρχου ως ονειρευθέντος εκεί υπό την αναισθητούσαν χλαίναν του. Και ο Γιαννάκης μετά προσοχής θεωρεί τον μόλις εν τω ύψει και τη νυκτί διαγραφόμενον, ως φαιόν νέφος, κόντραν, προς τας κινήσεις του οποίου κανονίζεται η ευθυπλοΐα.
Καθώς έκαιγε ο ήλιος και διψούσαν, ζητήσανε να πιούν. Η μικρή υπηρέτρια έψαξε να βρη κανένα ποτό, μέχρις ότου ανακάλυψε το μπουκαλάκι που είχεν εμπιστευτή η μητέρα της Ιζόλδης στη Βραγγίνα. — Ηύρα κρασί! τους εφώναξε. Όχι δεν ήτανε κρασί. Ήτανε το πάθος, η τραχειά χαρά, και η αγωνία η ατελείωτη, κι' ο θάνατος. Η μικρή γέμισε ένα ποτήρι και τώδωσε στην κυρία της.
Δεν είνε δι' αυτούς αρκετά όσα άλλα δυσάρεστα υποφέρουν από το στόμα σου, οι βαρβαρισμοί της γλώσσης, η τραχεία φωνή, η ακρισία, η ασυναρτησία, η παντελής απειροκαλία και τα τοιαύτα; Πρέπει να λαμβάνουν επί πλέον και φιλήματα από τοιούτον στόμα, αλεξίκακε θεέ; Προτιμώτερον να φιληθή κανείς από ασπίδα ή έχιδναν• ο κίνδυνος τότε θα είνε μόνον ο πόνος και η δηλητηρίασις, υπάρχει δε ελπίς ότι αν κληθή ιατρός θ' αποτρέψη τον κίνδυνον μετά το ιδικόν σου όμως φίλημα και τον εξ αυτού μολυσμόν δύναται τις πλέον να πλησίαση εις ναόν ή βωμόν; και ποίος εκ των θεών θα εισακούση τας ευχάς του; πόσων ραντισμών εξαγνιστικών, πόσων ποταμών έχει ανάγκην;
Δε μπορώ ν' ακούω περισσότερο αυτές της τρέλλες». Σκεφτική απεσύρθη στο δωμάτιο της, έπεσε στο κρεββάτι, κ' είχε μεγάλη λύπη. «Δυστυχισμένη! γιατί να γεννηθώ; Η καρδιά μου βαρειά είναι και πληγωμένη. Βραγγίνα, αγαπητή αδελφή, η ζωή μου είναι τόσο σκληρή και τραχειά που χίλιες φορές θα προτιμούσα το θάνατο. Είναι κει ένας τρελλός, κουρεμένος σταυρωτά, που ήρθε δω μέσα στην κακή ώρα.
Έβγα να βόσκης πρόβατα μαζί μου στο λιβάδι, ν' αρμέγης γάλα και μ' αυτό χλωρό τυρί να πήζης μ' εκείνη την τραχειά πιτυά που θε να ρίχνης μέσα. Μένα μου φταίγ' η μάννα μου κ' εγώ μαζί της τάχω, που ενώ με βλέπει πιο αχαμνό μέρα με την ημέρα, ποτέ δε σου ξεστόμισε λόγο καλό για μένα.
Έχυσα απάνω τους δάκρυα ευτυχίας κ' ευγνωμοσύνης». Σύμφωνα με την αλλαγήν αυτή αφήκε το στρατό με την τραχεία ζωή του στρατώνα και τις χοντρές φλυαρίες του συσσιτίου και γύρισε ξανά στο Linden House γεμάτος με τον νεογέννητον αυτόν ενθουσιασμό για μόρφωση. Μια σοβαρή αρρώστεια, στην οποία, για να μεταχειριστούμε τα δικά του λόγια, «συντρίφτηκε σαν πήλινο κανάτι», τον εγονάτισε για κάμποσον καιρό.
Θυμήθηκε την ημέρα όπου η Ιζόλδη η Ξανθή τούδωσε αυτό το δώρο: μέσα στο δάσος του τώδωκε, στο δάσος όπου προς χάρι του είχε κακοπαθήσει στην τραχειά ζωή. Και ξαπλωμένος τώρα δίπλα στην άλλη Ιζόλδη, ξαναείδε την καλύβα του Μορουά. Τι τρέλλα χτύπησε την καρδιά του ώστε να μπορέση να κατηγορήση τη φίλη του για προδοσία; Όχι· αυτή υπόμενε για χάρι του όλες της δυστυχίες, μόνο αυτός την είχε προδώσει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν