Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Είπε, κι' ο νους του σάστισε του γέρου απ' την τρομάρα, κι' όρθιες στο γέρικο κορμί τ' ασκώθηκαν οι τρίχες, και στάθηκε έτσι σα ζαβός.

Συχνά-πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος, έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες κ' εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλά μου απάνω. Και πού δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω, και ποια γερόντισσ' άφησα που ξέρει να ξορκίζη; Τίποτα δε μ' αλάφραινε κ' έλειωνα με το χρόνο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Της ρίχνει ο Γιάννος δώδεκα φλωριά και δυο διαμάντια Και τρέχει-τρέχει πεταχτός, σαν τρομαγμένο αλάφι.... Διαβαίνει όρη και βουνά, και κάμπους και λαγκάδια, Ποτάμια και νεροσυρμές, βουνόπλαγα και λάκκους, Σειώνταν η γη στο διάβα του, μεριάζανε τα δέντρα Κι’ όσα σημάδια η Μάγισσα τον διάταξε να μάση, Τα βρήκεν όλα, τ’ άμασε και τάφερέ της όλα Στη σκοτεινή της τη σπηλιά, χωρίς να λείψη ούτ’ ένα, Την ώρα πώγερνε γλυκά κατά τη δύση ο ήλιος Και το φεγγάρι χάνονταν και πιάνονταν καινούργιο, Κι’ αυτή τα πήρε στην ποδιά με προσοχή μεγάλη Να ιδή αν είτανε σωστά, να ιδή αν είταν κι’ ίδια, Κι’ ύστερα στ’ άκριτο νερό, που είταν μες το κακάβι, Ανάλαφρα και ταχτικά, τα ρίχνει ένα-ένα, Λέγοντας λόγια μαγικά, διαβολεμένα λόγια, Που δε μπορούσε τίποτε κανείς να καταλάβη, Σα να είτανε παντάξενα κι’ άγνωστης γλώσσας λόγια... Στεκόντανε στο πλάγι της ο Γιάννος μ’ αγωνία, Βουβός και κατακίτρινος, λαχταρισμένος, κρύος, Και του σηκόνονταν ορθές οι τρίχες του κορμιού του, Σαν αγρίευαν και γούρλοναν της Μάγισσας τα μάτια, Κι’ έβγαζε αφρούς το στόμα της μαζύ με τη φωνή της.

Αλλαχού οι ιερείς των θεών έχουσι μακράν κόμην· εις την Αίγυπτον ξυρίζονται· οι άνθρωποι συνοιθίζουσι να κόπτωσι τα μαλλία όταν πενθώσιν αποθανόντας συγγενείς· οι Αιγύπτιοι, προς τιμήν των αποθανόντων, αφίνουσι να αυξήσωσιν αι τρίχες της κεφαλής και του πώγωνος τας οποίας προηγουμένως εξύριζον. Οι άλλοι άνθρωποι ζώσι κεχωρισμένοι από τα ζώα, οι Αιγύπτιοι ζώσι φύρδην μίγδην μετ' αυτών.

Ω, ηκολούθησα εκείνο ούτινος η θέα μόνη μου προξενεί τώρα ερύθημα! Και αι τρίχες της κεφαλής μου στασιάζουσι, διότι αι μεν λευκαί ελέγχουσι τας μαύρας επί θρασύτητι, αύται δε πάλιν τας λευκάς επί φόβω και τρέλλα. Πηγαίνετε, φίλοι· θα σας δώσω επιστολάς προς φίλους, οίτινες θα διευκολύνουν τα της πορείας σας. Μη λυπήσθε, σας παρακαλώ, και μη λέγετε ότι δεν θέλετε.

Τα μυστικά μας έχουμε και όλα τα κρυμμέναεσέ φανερωμένα,— γιατί ποτέ δεν κρύψαμε απ' το δικό σου μάτι της στάσεις, που λαβαίνουμε απάνω στο κρεββάτι, ούτε μπορέσαμε ποτέ μέσ' στα κρυφά μας δώματα, να κρύψουμ' από το μάτι σου τα ντούρα μας τα σώματα, και κάθε μας κρυφή μεριά φωτίζεις μοναχός σου, και όπου τρίχες μας ανθούν, γυαλοκοπούν στο φως σου.

Ηκούοντο γογγυσμοί ασθενών, λυγμοί, ψιθυρισμοί προσευχών, ύμνοι βομβούντες χαμηλή τη φωνή και αι βλησφημίαι των δεσμοφυλάκων. Αι κνήμαι του Βινικίου εκλονίζοντο. Επί τη σκέψει ότι η Λίγεια ευρίσκετο εις την κόλασιν εκείνην, αι τρίχες της κεφαλής του ηνωρθώθησον και ο λαιμός του επνίγη.

Τώρα είναι πλήρης ανθέων, τα οποία φαίνονται ως εάν ανέβλυσαν πολυπληθή εκ του τάφου εκείνου και διεχύθησαν ολίγον κατ' ολίγον μέχρι των απωτάτων γωνιών του κήπου. — Όλα τα καλλιεργεί ο φτωχός ο Κιαμήλης! εψιθύρισεν η μήτηρ μου θλιβερώς. Αι τρίχες μου ηνωρθώθησαν εκ νέου.

Εις την θέαν του ειδώλου της και του ιερού πυρός, αι τρίχες του ανωρθώθησαν αιφνιδίως, όλα τα μέλη του παρέλυσαν και κατέπεσεν εις τους βραχίονας του Βινικίου, όστις κατά τύχην ίστατο όπισθέν του. Τον μετέφερον αμέσως έξω του ναού, και επανήλθεν εις το Παλατίνον, όπου έμεινε κλινήρης δι' όλης της ημέρας.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Καθήστε, τώρα πούσθ' εδώ, να σας ρωτήσω και να ιδώ αν ίσως κ' εκτελέσατε τα προμελετημένα στων Σκίρων την πανηγύρι. Δ’ ΓΥΝΗ Α, όσο δα για μένα, έχω στης αμασχάλες και από δάσος πειό πυκνές της τρίχες και μεγάλες, κατά τη συμφωνία μας. Έκαμα κι' άλλο ακόμα• όταν επήγε ο άνδρας μου στην αγορά, το σώμα πασάλειψα, και στάθηκα στον ήλιον όλη μέρα.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν