Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Βαθειά, βαθειά 'ςτόν πάτο Της γης, μέσα 'στά Τάρταρα Απλόνονται αντάρα. Κι' όλο μαυρίλα 'φαίνονταν, Τι φρίκη! . . . Τι τρομάρα! . . . Και μια βοή — 'σάν ποταμιού — Ακούω εκεί κάτω. Θόρυβος μέγας γίνονταν, Και ταραχή μεγάλη. Ακούω μαύρους στεναγμούς, Ακούω μοιρολόγια. Ακούω και κλαψήματα, Και λόγια, πόνου λόγια. Κι' ανατριχίλα μ' έπιασε! Και μ' έπιασε μια ζάλη! Κυτάζω· 'σάν τα Τάρταρα Ήταν βαθειά.
Εκεί οι αρχόντοι πάγαιναν συμαζωχτοί, ακουμπώντας πας στα κοντάρια, για να δουν την ταραχή, και βόγγαε μέσα η καρδιά στα στήθια τους.
— Τα πιθάρια μας γεμάτα, έλεγεν, αι αποθήκαι μας γεμάται, τα βαρέλια μας γεμάτα. Τι άλλο θέλεις; — Να γένης δήμαρχος! Ετόλμησε να είπη η κυρά-Μανωλάκαινα. Ο κυρ-Μανωλάκης εφόρεσε την καπίτσα μουρμουρίζων. Φαίνεται ότι ανεμνήσθη την μάγισσαν, η οποία του είπεν ότι εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του κάτι θα πάθη. Έρις λοιπόν και ταραχή.
Ο Σκούντας τον συνέλαβε και αυτός εκ του πώγωνος. Η Αϊμά τρέμουσα εκ του ψύχους, του άλγους και του φόβου, επλησίασε. Νέα αυτή συμφορά ην δεν ηδύνατο ουδέ να εννοήση. Δύο εχθροί. Πάλη τότε τρομερά συνέβη εν τω σκότει μεταξύ των δύο τούτων ανθρώπων. Πάλη θηριώδης και αδιάλλακτος. Σύγχυσις, ταραχή, κραυγαί και κρότος. Η Αϊμά έμεινε με το στόμα ανοικτόν, και δεν ηδύνατο να εννοήση τι συνέβη.
Η φοβερά ταραχή με έκαμε να χάσω το κρασί, και να καταλάβω το σφάλμα που έκαμα, όμως αργά· και λέγω της βασιλοπούλας, τι δηλοί αυτός ο σεισμός και οι βροντές; Αυτή όλη τρέμουσα χωρίς να στοχασθή τον κίνδυνον εις τον οποίον ευρίσκετο, αλλοίμονον εις εσέ, μου λέγει, γρήγορα φεύγα, διότι είνε χαμένη η ζωή σου εις ταύτην την στιγμήν.
Περί τα δύο υαλιστερά του σφαιριστήρια ιστάμενοι όρθιοι, οι νεοφερμένοι εκείνοι της Πόλεως, και τείνοντες τας χείρας απειλητικάς προς αλλήλους, ωπλισμένας όμως όχι με φονικά όπλα αλλά με αβλαβή χαρτία, και μετοχάς τραπεζών και εταιρειών αρτισυστάτων, ηλάλαζον φωνασκούντες απειλητικώς αριθμούς, εν οχλοβοή και ταραχή ωργισμένων ανθρώπων, ετοίμων να έλθουν εις χείρας, οπού ο Καπετάνιος δεν ημπορούσε πλέον ούτε να καθίση εκεί, όχι να ομιλήση.
Πέρασε κοντά μου, μ' είδε πανιασμένον και με ρώτησε σιγαλινά: — Πού χτύπησες, πού σε πονεί; Στην ταραχή και στη λαχτάρα της ενόμισε πως είχα πέσει κ' εγώ. Και μώκαμε την ίδια ρώτησι που της είχα κάμει εγώ, όταν την πρωτόφερα στο λογισμό της μοναχός μου. Άσχημα έκαμα που είπα ότι μου την άρπαξαν πλέον από τα χέρια μου οι άλλοι κι ότι μ' αναμέρισαν ολότελα εμένα.
Βλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό ; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή.
Μια στιγμή, σαν να αισθάνθηκα το βλέμμα της, στράφηκα και τα μάτια μας αντικρύστηκαν. Με κύταζε μελαγχολική, γιατί 'νιωθε την ταραχή μιας καρδιάς, πούτον ακόμη πολύ παιδική για τέτοια βάσανα· αλλά και διότι στη δική της ψυχή γινότανε πολύ μεγαλείτερη τρικυμία από το αδύνατο αίσθημα όπου την έρριξε η μοίρα της, κιάρχιζε να προβλέπη τα βάσανα που την περίμεναν.
Θεέ μου σχώρεσέ μου. — Μα πας αφίνει τίποτα στο κελλάρι; — Να φύγη, να φύγη! Και η ταραχή ηύξανε ολοένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν