United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ερημία θέλγει την ψυχήν και εξεγείρει αυτήν εις πίστιν και προσευχήν, εις αγάπην και συμπάθειαν, όσον αποδιώκει την ευλάβειαν και προσοχήν εν ταις εκκλησίαις των πόλεων ο θόρυβος και η τακτική ακαταστασία.

ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Ελάλησεν ο πετεινός κ' εκείνο εχάθη. Εις ταις παραμοναίς, ως λέγουν, της ημέρας οπού δοξολογούν τα γέννα του Χριστού μας, λαλεί τ' ορνίθι της αυγής όλην την νύκτα· και τότε πνεύμα, ως λέγουν, δεν τολμά να βγαίνη· αγαθαίς είναι η νύκταις, άστρο δεν πληγόνει, Νύμφη καμμιά δεν βλάπτει, στρίγλα δεν μαγεύει, τόσ' ο καιρός εκείνος είν' ευλογημένος.

Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του, ώστε μ' αυτόν τον δισταγμόν έργα μεγάλης ουσίας στρέφουν απ' το ρεύμα τους και χάνουν και τ' όνομα της ενεργείας. Σίγα, τώρα! Η εύμορφη Οφηλία; — Νύμφη, 'ς ταις ευχαίς σου μνημόνευ' όλα τ' αμαρτήματά μου. ΟΦΗΛΙΑ Κύριε, πώς ήσουν ταις πολλαίς ημέραις 'πού δεν σ' είδα;

Την πορφύρα, Οπού την χρυσοκέντησαν του παλατιού η παρθέναις, Του λόγγου τ' αγριοπρίναρα κ' η αρηαίς την είχαν σχίσει Κ' εσέρνουντανταις λαγκαδιαίς κομμάτια. Όμως τα νειάτα Τ' αθάνατα, τα δροσερά, κ' η θεϊκή ωμορφιά της Άγγιχτα, απείραχτα έμεναν καιτο θερμό του κάμπου Καιτου βουνού την παγωνιά, κ' έλαμπε όθε περνούσε Ωσάν ουρανογέννητη θεά, 'σαν νύμφη αρχαία.

Ευχαριστήσου, ω βασιλέα μου, εις ετούτην την ομολογίαν που κάνω, και μη με βιάζης να θεατρίσω τες δυστυχίες μου, επειδή απεφάσισα να ταις κρατήσω μυστικές. Μαλέχ, λέγει ο βασιλεύς, εσύ μου κινείς περισσότερον την περιέργειαν, και σε προστάζω να την ευχαριστήσης. Ο Μαλέχ δεν ετόλμησε πλέον να εναντιωθή εις ετούτα τα λόγια, και άρχισε την ιστορίαν της ζωής του με τον ακόλουθον τρόπον.

Ποία δικαιώματα; Ας έβγαζε ταις μπολλέτταις του να ταις διαβάσουν! Κ' οι δύο, τάχα, ας πούμε, γράμματα δεν ήξευραν, αλλ' ήτον ο παπ' Αγγελής εκεί, ν' άχουμε την ευχή του, πού θα ταις εδιάβαζε... Η δουλειά του ήτον να διαβάζηΑλλ' όχι! δεν παρεχώρει τα πρωτεία.

Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον, αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295 και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα• και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Αυτά 'πε, κ' η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη· και οπ' έκλαιε την νόησε μακρόθεν ο Οδυσσέας, κ' έμεινε και του φάνη πως τον γνώρισ' ήδη εκείνη και του 'στεκετην κεφαλή· και άρπας' ευθύς την χλαίνα και ταις προβειαίς, 'που πλάγιαζε, και απόθεσέ τα εις θρόνον 95το μέγαρο, κ' έξ' έφερε τα βώδινο τομάρι. και τα χέρια σηκόνοντας είπε· «Πατέρα Δία, εάν τωόντ' η αγάπη σας, αφού μ' εβασανίστε, από στερηαίς και θάλασσαις μ' ωδήγησετην γην μου, απ' τους θνητούς, οπού ξυπνούν, κάποιος φωνήν ας βγάλη 100 μέσαθε, κ' έξω του Διός άλλο ας φανή σημείον».

Ιδέ, της νύκτας έσβυσαν οι λύχνοι ένας ένας, και τώρα ελαφροπατεί πασίχαρη η 'μέρα εις των βουνών ταις κορυφαίς ταις παχνοσκεπασμέναις. Πρέπει να φύγω να σωθώ· αν μείνω θ' αποθάνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το 'ξεύρω 'γώ· το φως αυτό ξημέρωμα δεν είναι· είναι μετέωρον λαμπρόν οπού ο ήλιος χύνει, να έχης λαμπαδόχυτην μαζή σου συνοδείαν, και να σου κάμη φωτερόν της Μάντουας τον δρόμον.

Τα ραπίσματα συ της Τύχης και ταις χάρες εδέχθης όμοια, κ' είν' ευλογημένοι εκείνοι 'πώχουν αίμα και νουν συγκερασμένα τόσο, ώστε δεν γίνονται φλογέρα να τους παίζη το δάκτυλο της Τύχηςτα κλειδί 'πού θέλει. Άνθρωπον να μην ήναι ανδράποδο του πάθους δος μου, και θα τον φέρωτης καρδιάς τα βάθη, 'ς την καρδιά της καρδιάς μου, καθώς έχω εσένα. Αλλ' ως προς τούτο 'είπα πολλά.