Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουλίου 2025
«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 120 ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; γλυκός μ' εκτύπησεν αχός 'σαν από κορασίδαις, νύμφαις, 'που επάνω κατοικούν 'ς ταις κορυφαίς, 'ς τα όρη, και εις ταις πηγαίς των ποταμών και 'ς τα χλωρά λιβάδια• ή σιμά ευρίσκομαι εις θνητούς με γλώσσαν ανθρωπίνην; 125 αλλ' έλα, με τα μάτια μου θα ιδώ και θα εξετάσω».
Κ' όταν από το σπήτι μας εκείνο το μικρούλι Μώδειξε η μάνα τα βουνά του Πίνδου και το Σούλι, Ταις ανοιξιάτικαις βραδειαίς 'σάν τώρα, με φεγγάρι Που αποσταμένη έγερνε αυτή 'ς το μαξυλάρι, 'Σ το παραθύρι μας εγώ με 'ξάγρυπνα τα 'μάτια Κύταζα πέρα τα βουνά, των κλέφτων τα παλάτια, Κι' αγάλιαζα βαθηά — βαθηά οπού 'σάν θείο χέρι Το μυρωμένο τους λεπτό με χάιδευε αγέρι.
Να 'βγη τ' αγέρι απ' ταις σπηλιαίς να χύση τη δροσιά του.
Και ούτοι δεν ήσαν οι μόνοι κίνδυνοι ούς ποτε εκινδύνευσε. Κατά τινα χρόνον ο Πλήθων είχεν επιχειρήσει μακράν οδοιπορίαν ανά τας πόλεις και κώμας της Ανατολής. Επεσκέφθη πάσας σχεδόν τας πόλεις της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας. Έπλευσεν εις πάσας τας νήσους του Αιγαίου και του Ιονίου. Ο σκοπός της περιοδείας ταύτης δεν σαφηνίζεται αρκούντως εν ταις ιστορικαίς παραδόσεσι.
Επέρασαν απ' ταις εννηά έως το μεσημέρι τρεις ώραις, και δεν έφθασεν ακόμ' η παραμάνα! Αν είχε της νεότητος το αίμα και τα πάθη, θα ήτο γοργοκίνητη· τα λόγια μου 'σαν σφαίρα θα την ‘πέτούσαν να ιδή τον αγαπητικόν μου, κι οπίσω πάλιν και αυτός θα μου την επετούσε. Αλλά του γέρου το κορμί τον θάνατον 'θυμίζει· είν' αργοκίνητον, χλωμόν, βαρύ 'σαν το μολύβι.
Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας• «Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215 παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος• κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220 και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω• ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, ‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».
— Μας είπες χθες πως πηγαίνεις εις την πρωτεύουσα να κυνηγήσης την τύχη, και σήμερις το πρωί εμάθαμεν από μίαν Κίσσαν, ότι παρουσιάζεται μία ευκαιρία μοναδική να την πιάσης από τα γένεια. Ο Βασιληάς, αφού εχήρεψε πρόπερσι, εβαρέθηκε τα μεγαλεία, ταις δόξαις, τα πλούτη και όσα άλλα του ζηλεύει ο κόσμος.
Παρήλθον έτη και ουδείς ήκουσε περί αυτού, όστις εν ταις ημέραις της διαμονής του εν τη ειρηνική νήσω είχεν επαναφέρει εις τον κόσμον τον τύπον τον αλησμόνητον του Τελώνου της Γραφής.
— Να αυτός είνε, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων το σπήλαιον. — Οδήγησέ με συ, που έχεις γερά πόδια. — Θ' αναγκασθώ της αλήθειας να σε οδηγήσω, είπεν ο Τρέκλας. Και ορθωθείς, προσεποιήθη ότι βαδίζει προς την θύραν του άντρου. Ο Θευδάς έσπευσε να κωλύση αυτόν. — Ε, πού πας; πίσω! — Σύρε λοιπόν να πης του αυθέντου σου· είμαι σταλμένος από ταις καλογρηαίς.
Γοργά » Τ' άλογα χλιμηντρίζουν » Κι' αγρεύουνε ταις χαίταις των, » Που λες κ' έρχεται κύμα.» « Μπροστά, μπροστά ερχόντανε » Ολόμαυρη πεζούρα· » Τσιάμιδες Γκένγκαι, Αλβανοί » Τότσκιδες, Σκοδριάνοι. » Παρά κοντά τους ιππικό » Αμέτρητο. Στο χάνι » Φθάνουν σιμά και ρίχνονται, » Φωνάζουν Γιούρρα!! . Γιούρρα!!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν