Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα: — Το κορίτσι! το κορίτσι! Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.
Η χιών είχε συνενώσει όλα αυτά εις μίαν επιφάνειαν· και ότε ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος, είχε πατήσει επί της χιονώδους επιφανείας της συνενούσης την άκραν του βράχου μετά της κατωφερείας, χωρίς να επακκουμβά αύτη επί του στερεού εδάφους της γης· εξείχε δηλαδή από της άκρας του βράχου η χιών κλίνουσα ως κλίνει εν ταις στέγαις των οικιών, αστήρικτος.
Υπάρχει βεβαίως ποιά τις αλήθεια εν ταις σκέψεσι ταύταις, αλλά δεν νομίζω αυτήν αρκούσαν, όπως απορριφθή η αρχή του νόμου της 16ης Ιουνίου.
Του απάντησεν ο Ευρύαλος, και αγνάντια ωνείδισέ τον• «Αλήθεια, δεν μου φαίνεσαι, ω ξένε, γυμνασμένος εις τα πολλ' αγωνίσματα, 'ς τον κόσμον όσα υπάρχουν, 160 αλλ' άνδρας, οπού με τρανό καράβι τριγυρίζει, ναυτών εμπόρων αρχηγός, και πάντοτ' είναι ο νους του εις το φορτίο, και άγρυπνο 'ς ταις πραγματειαίς το μάτι, και προς τα κέρδη τ' αρπακτά• και αγωνιστής δεν δείχνεις».
'ς το δώμα μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον, ως είχε απ' όλα τα καλά το σπίτι μου αφθονία· 195 και αλεύρια, φλογερό κρασί, και βώδια της θυσίας απ' το κοινόν εσύναξα κ' εχάρισά τα εκείνου, μ' όλη την συνοδία του να ευφραίνεται η ψυχή του. δώδεκα ημέραις οι Αχαιοί πρόσμεναν τότε οι θείοι· μέγας τους έκλειε Βορηάς, και ουδέ 'ς την γη να μείνουν 200 τους άφινε· κάποιος θεός εχθρός τον είχε στείλει· 'ς ταις δεκατρείς, άμ' έπεσεν, εκείνοι εξεκινήσαν».
« Αρχίζει τότε ο πόλεμος. » Αστράφτει το τουφέκι » Ανάφτουνε τα χέρια μας » Πώπιαναν τα τρομπόνια. » Βογγούν οι λόγκοι απ' ταις βρονταίς » Που βγάζουν τα κανόνια »'Σ τα σίγνεφα πετάγονται » Βόμβαις 'ς αστροπελέκι,»
Είπε, κ' εκείναις έμειναν, και αντιπαρακινώνταν, κ' εκάθισαν τον Οδυσσηά 'ς ανάνεμη γωνία, όπως η κόρη Ναυσικά ταις είχε παραγγείλει. σιμά του έθεσαν αλλαξιά, χιτώνα, επανωφόρι, μέσα εις ολόχρυσο ροΐ του έδωκαν υγρό λάδι, 215 και να λουσθή τον έλεγαν 'ς του ποταμού το ρεύμα. τότ' είπε εις ταις θεράπαιναις ο θείος Οδυσσέας•
Κακόν δαιμόνιον επεφοίτα εις τον ύπνον τους, εις τα ξυπνητά τους, και ταις εψιθύριζεν εις τ' αυτιά ότι η γειτόνισσες δεν ταις ήθελαν το καλό, αυτής και της κόρης της, ότι την επεβουλεύοντο και ταις έκαμναν μάγια.
Σαν τον εφέραμε στο σπίτι, εστρώσαμε το στρώμα του Χρηστάκη και τον επλαγιάσαμε. Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με ταις πραμματειαίς επάνω στ' άλογο. Ήτανε πριν ανοίξη το μαγαζί του. Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κ' έρριψε την κάππα του εις της θειας μου το σπίτι, στο Κρυονερό.
Αλλά κατόπι ρίχνοντας πικρό κ' εκείνους βέλος Χτυπούσε· και πυκνές φωτιές νεκρών εκαίγαν πάντα. 'Μέραις εννιά 'ς το στράτευμα έτρεχαν θεού βέλη. 'Σ ταις δέκα κάλεσ' εις βουλήν λαόν ο Αχιλλέας. Αυτόν εφώτισ' η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα, Λυπούμενη τους Δαναούς, ότ' έβλεπε 'παιθαίνουν. Λοιπόν σαν εσυνάχθηκαν, και κάθησαν αντάμα, Ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σηκώθ' εις τούτους, κ' είπε·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν