Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Δεν είναι τάχα άξια αυτή η δυστυχία, ώστε ο ίδιος να σφαγής ή να πνιγής μονάχος, αφού θα χάσης σήμερα μια τόσο αγαπημένη γυναίκα; Α, να έρχεται! Ο Άδμητος κ' εκείνη. Στέναξε, γη, κι' ολόλυξε, Φεραία, γιατί τώρα του κόσμου η καλλίτερη γυναίκα κατεβαίνει στα σκοτεινά κ' υπόγεια παλάτια του θανάτου! Εγώ ποτέ μου δεν θα 'πω ότι ο γάμος φέρνει πολύ περσσότερες χαρές από της λύπες πούχει.
Ταναφυλλητά του στήθους της γεμίσανε τον αέρα. — Αλλοίμονο! στέναξε βαθιά. Αλλοίμονο, είπε μέσα της, σ' εμένα! Αυτό το σπίτι δεν είναι το δικό μου. Αυτό το σπίτι είναι της ξελογιάστρας που ξελόγιασε τον άντρα μου. Και τώρα σηκώνεται απ' το χώμα και πάει και τηνέ βρίσκει. Αλλοίμονο σ' εμένα!... Το καλό πουλί δεν άκουσε τα παράπονα της χαροκαμένης.
Από τον άγνωστο τόπο όπου πηγαίνω, θα σας στείλω έναν απεσταλμένο. Θα του πήτε τη θέλησί σας και στην πρώτη πρόσκλησι, από το μακρυνό τόπο, αμέσως θα τρέξω». Στέναξε η Ιζόλδη και είπε: «Τριστάνε, άφησέ μου τον Χουσδάν, το σκύλλο σου. Ποτέ λαγωνικό δε θάχη φυλαχτή με μεγαλύτερες τιμές. Όταν τον βλέπω θα σε θυμάμαι και θάμαι λιγώτερο θλιμμένη.
Ήρθε το ηλιοβασίλεμα και η γαλαζορόδινη θάλασσα, ζωντανή, αισθαντική, χαδιάρα, κούραζε πιο πολύ ακόμη το Ρένα. — Νάμαι ξαπλωμένος στη στεριά! στέναξε. — Κι' ούτε να τη βλέπω στα μάτια μου τη θάλασσα, έκανε σαν απήχηση η φωνή κάποιου ναύτη δίπλα του. Ώμορφες οι σημαίες των ολόγυρα καραβιών ανακατεύανε το χρώμα τους με το χρώμα τ' ουρανού και της θάλασσας.
Και σα θυμήθη, στέναξε μέσα απ' τα βαθιά κι' είπε «Ναί, δύστυχε, άλλοτες κι' εσύ, αγαπητό μου αδρέφι, 315 μούστρωσες δείπνο αναστικό εδώ μες στην καλύβα γοργά γοργά και γλήγορα, σα βιάζουνταν ν' ανοίξουν οι Δαναοί με τον οχτρό πολυδακρούσα μάχη. Μα τώρα εσύ μου κοίτεσαι νεκρός και δε σαλέβεις, κι' εμένα νηστικιά η καρδιά — κιας έχω τόσα ομπρός μου — 320 ποθώντας σε.
'Σ το μέτωπό του το πλατύ που το φωτίζ' ο ήλιος Επέρασ' ένα σύγνεφο. Το μάτι του κατάρα... Από τα βάθη της ψυχής ανέβηκε η πικράδα 'Σ τα δροσερά τα χείλη του και του τα φαρμακεύει Σαν νάχε πιή την αλοή... — Αχ! Μήτζε Κοντογιάννη, 'Σ τον άδη που θα καταιβώ, αν μ' εύρη ο γέροντάς σου Και με ρωτήση, τι θα 'πώ;... Πως μ' έν' αρματωλίκι.. Είπε και στέναξε βαρειά.
Τον κράτησε ο γιατρός, πριν να προφτάσουν οι Χαρζανοπουλίνες να τον πιάσουνε στην αγκαλιά τους. Τον καημένο το νέο !-είπε δυνατά η Μπιμπίκα και στέναξε μέσ’ απ' τα φυλλοκάρδια της. Τον πήρε ο γιατρός μπράτσο το Νίκο και βγήκαν όξω στο δρόμο. Έβγαλε ο Νίκος και του'δωσ' ένα τάλληρο. Μην πειράζεσαι, είπε ο γιατρός, τα βρίσκουμε- και τόβαλε στην τσέπη του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν