Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Κι’ ουδέ κανένας βρίσκεται στον κόσμο, σαν εμένα.... — Πίστεψε, Γιάννο, πίστεψε, δεν αγαπώ κανένα! Κι’ ως τώρα δεν την έννοιωσα τη γλύκα της αγάπης, Γιατ’ έχω πέτρα την καρδιά και σίδερο τα στήθια... Φύγε από μένανε μακρυά, μη στέκεσαι μπροστά μου. Γιατί μου φέρουν συχασιά τα ερωτικά σου λόγια!

Εδώ κοίτεται ο αδελφός σου, — άξιζε τάχα περισσότερο από το χώμα που κοίτεται, ανίσως αυτός ήταν εκείνο που φαίνεται; με τούτο το πιστό σίδερο, τρία δάκτυλα μέσα, εγώ του στρώνω το κρεββάτι για πάντα, ενώ εσύ, αν έκανες το ίδιο, στην αιώνια τύφλα θα έμπαζες το μουχλιασμένο εκείνο γεροντάκι με τες φρόνιμες νουθεσίες, να μην τον έχουμε να μας κατακραίνη.

Δεν είναι και πάλι άδικο; Ποτέ δεν εδικαιολογήθη, και οι Βαρώνοι του τόπου σου σας κατηγορούν και τους δυο. Συμβούλεψέ τη καλλίτερα να ζητήση μόνη της την κρίσι του Θεού. Τι θα της στοιχίση, μια κ' είναι αθώα, να ορκισθή στα οστά των Αγίων ότι δεν έσφαλε ποτέ της. Ή να πιάση ένα σίδερο κοκκινισμένο στη φωτιά; Έτσι το θέλει το έθιμο.

Καμιά. — Σωστά. Η τεμπελιά κατεβάζει σοφία. — Ναι όλοι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήτανε κλασσικοί τεμπέληδες. Ο φορτωμένος με το βάρος του σχοινιού ναύτης έφυγε φωνάζοντας: «Ε, ίσαααα! μπρόοοοςκι' ο Ρένας στο μισοσκόταδο του υποφράγματος αισθάνθηκε κάτι σαν υγρασία. Τινάχθηκε λίγο λέγοντας: — Μπα! Είναι η δυσαρέσκεια που φέρνει το σίδερο και το σκοτάδι του υποφράγματος.

Έδοσε μια, πριν το προφτάση η μάνα· άπλωσε απ την ποδιά της, εβύθισε το κατατρυφερό χεράκι του στ' ολόκαφτο το λάδι, που σίδερο νάταν θα τόψηνε. Για τούτο κάθε χρόνο αποτότε, τη νύχτα της παραμονής, μέσα στη μεγάλη μας χαρά που τέτια μέρα ξημερώνει, θυμόμαστε κ' εκείνη τη βραδιά. Κι αν την ξεχάσουμε κανείς, μα της μανούλας η καρδιά δε λησμονά, τέτιες λαχτάρες.

Κι' ήθελα κάποιο να με καταλάβει, ίσα-ίσα την ώραν αυτή που έκανα ένα περίεργο συλλογισμό. — Όλο ιδέες κατεβάζεις σήμερα! — Το καράβι μας είναι φτιασμένο από σίδερο, ξύλα, σχοινιά, χρώματα. Όλα αυτά ενωθήκανε σ' ένα σχήμα. Στη θάλασσα όλα τα καράβια γίνηκαν από τα ίδια υλικά κι' έχουνε το ίδιο σχήμα.

Και δυοτρεις φορές προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε∙ του φαινόταν ένα όνειρο. Τελικά κούνησε τον Τζατσίντο, προσπάθησε να τον ανασηκώσει, του είπε γλυκά: «Άντε, έλα μέσα! Η μαλάρια παραφυλάει…Το σώμα όμως του νεαρού έμοιαζε να είναι από σίδερο, ξαπλωμένο βαρύ, κολλημένο επάνω στη γη από όπου φαινόταν ότι δεν ήθελε πια να ξεκολλήσει.

Αχ! και πώς να μην το συλλογιστώ αμέσως; Ενενήντα δυο χρονώ γέρος. Εκείνος θα πεθάνη! Ήρθε η ώρα του. Ήρθε! ήρθε. Και πάει ο γέρος. Είδες πώς χωράτεβε, πώς έπαιζε κάτω στο τραπέζι μαζί μας; Ο Χάρος πίσω του στεκότανε και στραβοκοίταζε. Θα παλαίψη ο γέρος· είναι σαν το σίδερο. Μα τι θέλεις πια; Σώπασε το καρδιοχτύπι. Τι; Έγινε κιόλας; Να που ξαναρχίζει. Τι καρδιοχτύπι τρομερό!

ΓιαΤι όλοι με μια φωνή σας ζητούνε να πάτε κει. Επιμένουν γι' αυτό και περιμένουν. ΦΙΝΤΗΣ Ας επιμένουν κι ας περιμένουν όσο θέλουν. Δεν είναι βέβαια φρόνιμο, να πλησιάζη κανείς το σίδερο όταν είναι αναψοκοκκινισμένο. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Ω! μη το κάμετε αυτό. Πρέπει ναρθήτε, κ. εργοστασιάρχη, να τους παρηγορήσετε, να τους γλυκάνετε τον πόνο. Ίσως και πειστούν στα λόγια σας και ησυχάσουν.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν