United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το σιδερόξυλοσιδερόξυλο είνε όσο και αν το κουτσουρέψης· όσο και αν του μαδήσης την κορφή, αν του ζεματίσης τα φύλλα, αν του πριονίσης τα κλαδιά. Ο λέονταςλέοντας λέγεται όσο και αν του ψαλλιδίσης τη χαίτη, αν του κόψης την ουρά, αν του βγάλης τα νύχια, αν του ξεριζώσης τα δόντια. Φτάνει το βρύχημά του να σε ρίξη στα Τάρταρα.

Σαν ήρθε η ώρα των αυλών και του πιοτού, ο γέρος είπε να πάρουν τα μικρά, τα πειό τρανά να φέρουν απ' τα ποτήρια του κρασιού, πειο γρήγορα να φθάσουν στου μεθυσιού την ηδονή• έφεραν τότε πλήθος από φιάλες αργυρές κι' από χρυσές• κ' εκείνος παίρνοντας την πειο όμορφη, τάχα πως χάρι κάνει στο νέο τον αφέντη του, γεμάτη του τη δίνει, βάζοντας μέσα στο κρασί και δυνατό φαρμάκι, που, καθώς λένε, του 'δωκε να ρίξη η κυρά του, που το παιδί ν' αφανισθή από το φως της μέρας.

Γιώργεν', από μικρούλα, Κι' ο μαύρος εκαρτέραγε πότε να μεγαλώση Να της ανοίξη την καρδιά και να την κάμη ταίρι. — Γιαννούλα τώρα ο Μήτρος σου ας ρίξη αλλού τα μάτια.

Θα το δηδε γίνεταιπως για να κάμη την όρεξή του πρέπει να δουλέψη, να σπάση το κεφάλι του, να φέρη τάξη μέσα στανακατεμένο μυαλό του, να ρίξη λίγο νερό απάνω στην κορωμένη του φαντασία, και το πιο σπουδαιότερο απ' όλα, να μιμάται όχι τους ξένους, παρά τον εαυτό του. Ας τον αφίνουμε το λοιπό να παίρνη το δρόμο του· κάτι θα μας φτειάξη μια μέρα. Αυτό λοιπό δεν είνε και πολύ μεγάλο κακό.

Έλεγε ψεύματα πολλά, και αλήθειαις ωμοιάζαν· και ως άκουε τα δάκρυα της ρέαν κ' η θωριά της έλυονε· και ως εις τα υψηλά βουνά λυόνει το χιόνι, 205 'που αφού το ρίξη ο Ζέφυρος ο Εύρος τ' αναλύει, και ως λυόνει εκείνο οι ποταμοί πληθένουν ενώ ρέουν, όμοια τα ωραία μάγουλατα δάκρυα της ελυόναν, ως έκλαιε τον άνδρα της καθήμενον σιμά της· και κείνος την γυναίκα του, 'που εθρήνει, εσυμπονούσε· 210 αλλ' ως κέρατ' ή σίδερο τα μάτι' ασάλευτ' ήσαν, 'ς τα βλέφαρ' ως αφάνιζε τα δάκρυα του με τέχνη. και αφούτον πολυδάκρυτον θρήνον εκείνη ευφράνθη, πάλιαυτόν απάντησεν, ωμίλησέ του κ' είπε· «Αλήθεια, ξένε, τώρα σε, θαρρώ, θα δοκιμάσω, 215 εάν εκεί τον άνδρα μου με τους λαμπρούς συντρόφους εξένισεςτο σπίτι σου τωόντι, ως τώρα λέγεις, ειπέ μου ποια φορέματα το σώμα του εφορούσε, και αυτόν και τους συντρόφους του παράστησε μ' ως ήσαν».

ΧΟΡΟΣ Εσείς π’ ακούτε, θεοί, από ψηλά τα δίκια μου παρακάλια κάμετ’ η πόλη να νικήση° και στων εχθρών, που πλάκωσαν τη γη μου, τα κεφάλια στρέψατε του πολέμου τα κακά, κι όξω απ’ τους πύργους κεραυνούς ο Δίας να τους κάψη ας ρίξη.

Άμα είδε αυτό η Κώσταινα, με γληγοράδα ζαρκαδιού μπήκε μέσα στο σπίτι της, για να στρώση κατά γης την καλή της την πρόκοβα και να ρίξη το πλουμισμένο προσκέφαλο. Ο προύχοντας κοντοστάθηκε λίγο στην αυλή, και θεώρησε ανάγκη να δικαιολογήση την επίσκεψη αυτή: — Ας σταθούμε, του είπε, μια στιγμή σ' αυτή τη φτωχή.

Τον εσπλαχνίστηκε από τα παρακάλια του ο Άστυλος κι αφού μπήκε στο περιβόλι κ' είδε τον αφανισμό των λουλουδιών, είπεν ότι θα παρακαλέση τον πατέρα του και θα ρίξη το βάρος στ' άλογα, που σαν τάδεσαν εκεί, έκαμαν τη συφορά κι άλλα ετσάκισαν, άλλα τα ετσαλαπάτησαν κι άλλα τα ξερρίζωσαν, αφού λύθηκαν.

Καλώς νανταμωθούμε... Δεν ειν' αλήθεια, αδέρφια μου; Εψέςτην προσευχή μας Το τάξαμετον Πλάστη μας... 'Σ τη θέση του καθένας... Νερό να μη διψάσετε... Κανείς σας δε θα ρίξη Πριν δώσω εγώ την προσταγή, θέλω μια τέτοια μέρα Να μετρηθούν τα βόλια μου με τόσους σκοτωμένους.

Μπροστά στη στρατιωτική σκηνή την τεντωμένη στα ριζά μιας ραχούλας στάθηκαν οι τρεις ευζώνοι με τον λοχία. Ο άλλος λόχος πήρε τον κατήφορο προς τη χώρα με τους άντρας του πούχαν ρίξη όλοι πλάι πλάι από θαμπά τόσα τουφέκια στο σκοπό, με τους γκράδες τους οδοιπορικώς και με το τραγούδι τους: Θέλεις με μήλο βάρε με, θέλεις με πορτοκάλλι, θέλεις με τις πλεξίδες σου πάρε μου το κεφάλι.