Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Ακαρτερούσαμε λαίμαργα, να ψήση η μάνα τα λαλάγκια, να μας ρίξη κανένα. — Δεν κάνει, μας έλεγε η μάνα, να κάμετε αρχή, πριν αποψηθούν όλα. Δεν το θέλει κι ο Χριστούλης μας! Οι ξερές οι λιοπυρίνες ελαμπάδωναν τόρα στη φωτογωνιά, που καθετόσο επαραγέμιζε το τζάκι η ψυχοπαίδα. Εξερότριζαν τα σπασμένα λιοκούκουτσα κάτουθε στη σιδεροστιά.

Συλλογίστηκε ο Δημήτρης να κόψη δρόμο από δίπλα, και πηγαίνοντας τον τοίχοτοίχο από πίσω απ' άλλα ρουμάνια να ρίξη ματιά κατά τα τούρκικα σπίτια, να μάθη τι κάμνουν, κ' έπειτα να κατέβη από τασυνήθιστο μονοπάτι που ανεβοκατέβαινε κ' η Ασήμω.

Τι διάολο, από μοναστήρι έτρωγε αυτός και το σπίτι του, ή μήπως χάλασε καμμιά εκκλησιά κανένας απ' το σόι του; Και για κακή γρουσουζιά, λες, η φαμελιά του, να μη κάμη έν' αγόρι κι αυτή η δυστυχισμένη τόσα χρόνια. Από τσούπα σε τσούπα. Παραγγελιά να της είχε, πάλι έτσι δε θα γίνουνταν. Οι γυναικούλες έλεγαν πως τους έχουν ρίξη μάγια. Αγγούρια ξυδάτα! πού τα πίστευε αυτός αυτά.

Αχώριστοί του σύντροφοι, σφυριά, τριχιαίς, αμμώνι, Στουρνάρια για το γδάρσιμο, παληόκαρφα, ψαλίδαις, Μια νυχτερίδα, ένας σκορπιός, μια κίσσα, μια χελώνα. Κανένας δεν εγνώριζετη Λιβαδειά πώς ήρθε. Τον είχε ρίξη σύγνεφο;... Τον είχανε ξεράση Τα χώματα του ρουπακιού;... Κανένας δεν το ξέρει.

Δε μίλησε η Λιόλια, μόν’ άρχισε πάλι να κλαίη σιγαλά. . . Την ώρα εκείνη φανερώνεται άξαφνα η γριά Κλητήραινα από πλάι να ρίξη μια ματιά μήπως και μπήκε κανείς απέξω να κλέψη. Της έγνεψε η παπλωματού της θειας Ελέγκως, με το μάτι, τάχα πως να μην πη τίποτα για όσα της είχε ειπωμένα.

Μα εκείνος βαργομισμένος από την ταπεινή φυλακή του ψηλώνει μάτια στον γαλανόν αιθέρα και τ' άπλερα φτερά κουνεί και λαχτίζει το σκεύος να το ρίξη από πάνω του. Κ' είνε μεγάλος ο αγώνας και βαρύς ο κάματος! Κουφό κονταροχτύπημα πέφτει τετράδιπλο και συγκλονεί την πλάσι και τρομάζει τη ζωή.

Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα. — Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη, παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το χέρι μου. Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.

Κ' έχωσα εγώ το γκρεμό, εγώ κι ο άντρας μου, εγώ και τα καλά μου, τα σπίτια μου, οι τίμιες μου χαρές και τ' απίκρατα χρόνια μου. Όλα πήγαν με μι' ανεμοριπή. Μα γιατί να φύγη; πες τε μου γιατί να φύγη; Να φύγη από μένα και να πάη στ' οχτρού μου το ρημαδιακό! Να σηκώση από μένα την καλοτυχιά και ναν τη ρίξη σε κείνον τον ατσίγγανο, το βρωμιάρη, τον ελεεινό!

Διά τούτο τον εμίσει και αυτός και οσάκις διέβαινεν από κοντά του, δεν παρέλειπε να του ρίξη μερικές πέτρες. Αυτός ήτον ο εχθρός του. Τον εμίσει περισσότερον και από τον δάσκαλον. Όλοι οι άλλοι, βράχοι, δένδρα, άνθη, που χαμογελούσαν επάνω στις ψηλές πέτρες, ή βρυσούλες που μουρμούριζαν μες στα κλαδιά και τα καθάρια χαλίκια, ήσαν φίλοι του. Αλλ' ο καλλίτερος του φίλος ήτον ο Θοδωρής.

Τους κρυφούς συλλογισμούς της κόρης ο νιος τους νοιώθει. Χωρίς να καβαλικέψω, τραβώντας από το συρτάρι το μουλάρι μου, τη σίμωσα και τη ρώτησα αν μπορεί να ξανακαβαλικέψη το δικό της. Σα να τώξερα. — Να μώδιναν άλλο καλλίτερα θα να ήτον, μου είπε χαμηλοκυττάζοντας. — Πάρ' το δικό μου, της λέω. — Και συ; — Το δικό σου. — Καϋμένε, θα σε ρίξη, μώκαμε μ' έκφραση ανατριχίλας. — Έγνοιά σου.

Λέξη Της Ημέρας

βουλιάξω

Άλλοι Ψάχνουν