Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Κι' αυτή μου είπε κοκκινισμένη στο πρόσωπο: — Μ' είχε συνεπάρει . . . κάποια συλλογή ... η πρωινή νύστα, . . . το ξημέρωμα . . . ξέρω κ' εγώ . . . το τραγούδι σου . . . Δεν είπεν άλλο. Χαμήλωσε και τα μάτια. Ούτ' εγώ μπόρεσα να την τηράω περισσότερο κατά πρόσωπο γιατ' ο λόγος της τούτος άναψε θέρμη μες τα μελίγγια μου.
Εκείνη ήτο η τελευταία μετά του Γεροστάθου συνέντευξίς μας· έκτοτε πλέον δεν ηκούσαμεν την γλυκείαν φωνήν του! Η πρωινή μετά του Γεροστάθου συνέντευξίς μας συνετάραξεν αυτόν, και εχειροτέρευσε την ασθένειάν του. Ο ιατρός επανέλαβε τας φλεβοτομίας· αλλά μικρά βελτίωσις ανεφάνη. Ο γέρων εζήτησε τότε ν' αποχαιρετίση και ευχαριστήση τους προεστώτας διά τας υπέρ αυτού φροντίδας των.
Τρεις μήνες αργώτερα, μια πρωινή, στον αυλόγυρο της Μονής, επαρουσιάσθη με το φτωχικό του κομπόδεμα, ο Άνθιμος, ο καλόγερος. — Καλό στο χελιδόνι που μας ήφερε πάλι την άνοιξη· τον εχαιρέτισε ο παππά Κύριλλος. — Αμήν! είπεν ο Άνθιμος.
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησ' Οδυσσέας• «Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν• κάλλια συμφέρει του πτωχού 'ς την πόλι να ζητεύη ή 'ς τους αγρούς• κ' εκεί 'ς εμέ θα δώσ' όποιος θελήση. τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώ 'ς ταις μάνδραις, 20 για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, αφού 'ς την στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25
Δεν είπε τίποτα ο φτωχός σε κανένα. Σε μια βραδεία έχυσε όλα του τα δάκρυα . . . Εκείνη δε θέλησε να την δη, μόνο έγεινε πολύ μελαγχολικός και ακοινώνητος. . . Αξαφνα μια πρωινή αποχαιρέτισε το μάστορή του κ' επήγε στο μοναστήρι. Την απλή αυτή ιστορία λίγοι την ήξευραν. Ο αδελφός Άνθιμος εσχετίσθηκε ευθύς με τον παππά Συνέσιο.
Η Κερά Ελέγκω είχε φουσκώσει απ’ το καμάρι της για τη χαρά της αγαπημένης της της Λιόλιας, απ’ τον ανήφορο, απ’ την κάψα: ήτονε Γιούλιος μήνας και φύλλο δεν κουνιόταν. . . Εδώ πάνω στον ήσκιο της εκκλησιάς έκανε λίγη πρωινή δροσιά.
Ήτο μια πρωινή του Ιουλίου· αφ' εσπέρας είχαν λάβη γράμμα από τον Καραγιάννην ότι η «Μπέλλα», φθάσασα εις Μασσαλίαν με φορτίον, θα ήρχετο εις την πατρίδα μετά την εκφόρτωσν. Και ήσαν καταχαρούμενοι ο Αντωνέλλος και η αδελφή του· αυτή μάλιστα είχε διοργανώση μίαν εκδρομήν εις το νησάκι του Μπάου, το οποίον απείχε μόλις ένα μήλι από το μεγάλο νησί.
Μα του κάκου όλα.. πατηνάδες, περίπατοι, ματιές, παινέματα, θυμοί, ξενύχτια στην πόρτα ομπρός, τίποτα δεν ωφελούσαν και μόνο ο Ζώης ερεθιζότανε. Μια πρωινή ο Ζώης επαραφύλαξε την κοπέλλα, σαν εύγαινε από την εκκλησιά, σ' ένα δρόμο κοντά στο σπίτι της. — Τι διάβολο, από πάγο είσαι; της είπε. — Και ο πιο δυνατός πάγος λυώνει, σαν εύρη ανάλογη ζέστη, αποκρίθη εκείνη.
Έξαφνα ένα πρωί μανθάνω ότι την προτεραίαν η άπιστη αυτή είχε στεφανωθή μ' ένα έμπορον, ένα κοθόνι, έναν . . . Τόσω μ' επείραξε που δεν επρόσεξα πλέον εις γυναίκα . . . » Εις τον περίπατον, μια πρωινή, συνηντήθημεν μ' ένα νέον καλού εξωτερικού, όστις μας εχαιρέτισε με πολλήν ευγένειαν. — Τι κάνεις Παναγιώτη; τον ερώτησεν ο Σοφοκλής. — Καλά, κυρ Σοφοκλή· κάτι δε φαινόσαστε απ' το μαγαζί;
Ένας μας αρχηγός τότες, ο Ρούσσος, παίρνει μερικούς του συντρόφους και μπαίνει στο σπίτι του, κατά το ριζοβούνι ως ένα βόλι μακριά από τον κάμπο. Μπαίνει και βρίσκει σφίδα γεμάτη κρασί. Όλοι μας ήπιαμε από το κρασί εκείνο. Αξέχαστη πρωινή. Ξαναμαζευούμαστε, ροβολούμε κατά τον κάμπο, κι αρχινούμε τη φωτιά πίσω από κάτι χαμηλότοιχους.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν