United States or Saint Lucia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τήρα με δα πόσο κι' εγώ σφανταχτερός μεγάλος, πατέρας μ' έσπειρε άρχοντας, θεά 'χω αν θες και μάννα· ωστόσο τύχη ανήμερη με καρτεράει και χάρος. 110 Θα φέξει αβγούλα, ή δειλινή θα τύχει ή μεσημέρι, όταν κι' εμένα τη ζωή στη μάχη θα μου πάρουν ή με κοντάρι ή ρήχνοντας σαΐτα από δοξάρι

Θα μου δώσετε απάντηση σε κάθ' ερώτησή μου . . . Έλα λοιπόν πέστε μου, ο Σταύρος ά θυμάμαι καλά, δεν είτανε ένας αψηλός, με ωραίο παρουσιαστικό, με λίγο μαύρο μουστακάκι, με μάτια μεγάλα μαύρα, μαλλιά μαύρα σαν της μητέρας: ΓΙΑΓΙΑ Ναι, ναι . . Αχ πόσο έμοιαζε μ' εκείνη .. . Τα χαρακτηριστικά της, την ψυχή της, όλα του τα είχε δώσει. Περιμένουμε, κυρία, κανένα μουσαφίρη, κανένα συγγενή;

ΣΤΑΥΡΟΣ Σας το ζητώ και πάλι για χάρη. Δεν πειράζει αν είναι στη σοφίτα. Τόσο το καλύτερο για μένα. Δεν ξέρετε πόσο μ' ευχαριστεί, ν' ανοίγω το πρωί το παράθυρο, και να βλέπω την ανοιχτή θάλασσα τρικυμισμένη κι ανταριασμένη, και βαθιά τον ορίζοντα θολωμένο και συγνεφιασμένο, και να φαντάζουμαι τον ήλιο και να τονέ λαχταρώ.

Καθόταν εκεί και συλλογιζότανε τη μητέρα του και συλλογιζότανε πως όλα γίνανε τόσο σοβαρά μεμιάς. Πρώτη φορά παρατήρησα πόσο είχε μεγαλώσει και του έπιασα τα χέρι σαν ενός συνομίληκου. Έτρεμε το πρόσωπο του παιδιού, που είτανε μόνο δέκα χρονών, μα δεν μπορούσε να βγάλη λέξη.

Μέτρα λοιπόν πόσο η τιμή σου θε να πάθη, αν εύκολα δεχθής τα γλυκολάλημά του, ή χάσης την καρδιά, ή τον παρθενικόν σου ανοίξης θησαυρόν εις την τυφλήν ορμήν του.

Πόσο θα διασκεδάζη ο Γιαννάκης μας, όταν μεγαλώση ολίγο και τον βάζω επάνω! είπεν. Δεν ενοούσεν η καλή κόρη να έχη τίποτε ιδικόν της, το οποίον να μη απολαμβάνουν και οι άλλοι!

Α, πόσο αμαρτωλός ήταν ακόμη! «Νομίζεις ότι ο ντον Πρέντου είναι εκεί;», ρώτησε στρέφοντας πριν βγει. «Εγώ είμαι εδώ, δεν είμαι εκεί, μπαρμπα-Έφιςείπε η Γκριζέντα τρέχοντας γελαστή προς το μέρος του «και δεν μπορώ καν να πω: πάω να δω, γιατί οι κυράδες σου διπλομανταλώνουν την εξώπορτα όταν με βλέπουν

Έτσι παντρεύουν τόρα τα κορίτσια στο χωριό; Μια νύχτα μονάχα θα κρατή η χαρά κ' η ευτυχία του γάμου; Έτσι βιαστικά θα χωρίζουνται τα κορίτσια από την αγκαλιά των γονιών τους; Μήτε χαρές πια, μήτε γάμοι, μήτε χοροί, μήτε μεθύσια, μήτε κοσμοχαλασιά, μήτε θόρυβος; Πάει και το ξεπροβόδισμα της νύφης με τα όμορφα νυφιάτικά της, καβάλλα σε ψαρή άλογο, με τις καβάλλες των παληκαριών του συμπεθερικού, της λεβεντιάς, με τις άσπρες φουστανέλλες και τις χρυσές φέρμπελες; Πόσο άλλαξαν τα πράμματα· να φεύγουν οι νυφάδες νύχτα νύχτα σαν φαντάσματα, σα δολοφόνοι, κατάμονοι!

Οι σκηνές, που ξετυλίγονται σε κάθε κεφάλαιο και παρουσιάζονται με την πιο καλλιτεχνική αφέλεια και φυσικότητα, είναι χαριτωμένες ζωγραφιές αγροτικής ζωής και μας δείχνουν καθαρά πόσο βασιλεύει σ' αυτές το αίσθημα της ομορφιάς και της αλήθειας μαζί. Δεν πλέκονται στο έργο τούτο περιστατικά βγαλμένα από ζωή πολυτάραχη, όπως γίνεται στο νεώτερο μυθιστόρημα.

Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς· οι Δράκοι βασιλεύουν. Σε 'λίγο το φεγγάρι 'Σάν βασιλέψη τρίβαθο σκοτάδι θε να πάρη. Πόσο το χειμωνιάτικο είν' άγριο το σκοτάδι! Κι' αν ξενυχτίσηςτο βουνό, 'ς το λόγγο, ή λαγκάδι Διπλή σου χύνουντην καρδιά, διπλή ανατριχίλα Το κρύο κ' η μαυρίλα.