United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δίχως να πελαγώνουμε σε θρησκευτικά θέματα ξένα με το σκοπό μας, νακολουθήσουμε το δρόμο που πήρανε, τη δύναμη και τη χάρη που ξάπλωσαν του Χριστού τα ιερά τα λόγια. Ως πόσο η Ελληνική γλώσσα από τη μια, κι ως πόσο από την άλλη ο πολιτικός οργανισμός της Ρώμης κάμανε να ξαπλωθή αυτή η δύναμη κ' η χάρη, δεν είναι μήτ' αυτό της δουλειάς μας.

Αλλά προς Θεού! ο λαός ο δυστυχής λέγει και προφέρει πάντοτε αυτός ». Τα λόγια που αντιγράφω είναι του κ. Παράσχου, και τα σημειώνει ο συντάχτης σας, ο Μποέμ . Δεν ξέρετε πόσο χάρηκα όταν είδα αφτά τα λόγια!

Θρησκεία! γλυκειά μάνα, Τι ώμορφη δίνεις εσύ λαλιά καιτην καμπάνα, Και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας! Πόσαις εκείνος ο σταυρός απ' τα καμπαναριά μας, 'Σ την αντηλιάδα χύνοντας τόσαις χρυσαίς αχτίδες, Χύνει βαθηά μας, 'ς την ψυχή, γλυκαίς χρυσαίς ελπίδες!

Και το βέβαιο είναι πως το καλοκαίρι αυτό άρχισα ασυναίσθητα να βλέπω το Σβεν με τα ίδια μάτια, που τον έβλεπε η μητέρα του και πως τότε παρατήρησα περσότερο από άλλοτε πόσο είτανε διαφορετικός από τάλλα παιδιά, που είχα δει, αν και δεν του εύρισκε κανείς άλλο τίποτε παρά εκείνο που λέγεται παιδιάστικο.

Η καρδιά της ήτον πλακωμένη και σκοτεινό σύννεφο βρισκότανε μπρος στα μάτια της. Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του!

Ω! πόσο μέλη σύμμετρα Ορέχτηκεν η φύση Εσένα να χαρίση Με τέχνη χωριστή. Αμ η λιαλιά σου τάχατε Σαν τι γλυκάδαις να 'χη; Καλότυχος που λάχη Να την αφηκραστή. Κι' εκείνος, όμοιον έπαινο Ν' ακούση, δεν κρατιέται, Σε τόπο δε χωριέται, Μήτ' έχει υπομονή. Το λιάραγκά του ετέντοσε, Της γκάβραις αρχινάει, Και το τυρί απολνάει Να δείξη τη φωνή.

Κι αφού γλυκογέλασεν ο Άστυλος γι' αυτά μάλιστα τα λόγια του και είπε πόσο μεγάλους σοφιστές κάνει ο έρωτας, εζητούσεν ευκαιρία που να μιλήση στον πατέρα του για το Δάφνη.

Ναι, δεν πιστεύω να μπορούσε και να υποψιαστή ακόμα πόσο αυτή η συνδημιουργία μαζί της μου είτανε πολυτιμότερη από τη δημιουργία την ίδια.

Πόσο ξαναείμαι τώρα ευτυχισμένη, Γιώργο, είπε όταν γυρίζαμε πάλι σπίτι. Και πρέπει να γίνης και συ. Έπειτα την ανέβασα στη σκάλα. Πριν όμως μπη στην κάμαρά της θέλησε να δη την κάμαρα των παιδιών. Στάθηκε κάμποση ώρα μαζί μου και κοίταζε κει μέσα όλα, σα να είχανε ξανανιωθεί στο διάστημα που είταν άρρωστη. — Κι αυτά θα υποφέρανε, είπε. Δεν είμουν άξια για τίποτε. Μα τώρα θα πάη καλήτερα.

Έτσι αιστανότανε και γύρισε και με κοίταξε και δεν μπορούσα να της δώσω καμιά παρηγοριά. Γιατί στοχαζόμουνα πόσο κακά έκαμα να μην ακούσω τη φωνή της προαίστησής μου και να λυτρώσω και τους δυο μας από το να δούμε τα ερείπια της ευτυχίας μας. Μα δεν είχα την καρδιά να το πω κι άρπαξα το μπράτσο της και προχωρήσαμε στο νησί μακρήτερα.