United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και δυστυχώς οι Τούρκοι δεν ξέρουν ούτε να κυβερνήσουν δίκαια τους λαούς που κατάχτησαν, και γι' αυτό όλοι όσοι έχουν να κάμουνε μαζί τους, έ ν α μονάχα γυρεύουν, πώς να τους ξεφορτωθούν μια ώρα αρχήτερα. Σεις οι σκλαβωμένοι Έλληνες, που σας ορίζουν οι Τούρκοι, ξέρετε πόσο δυνατή είναι η λαχτάρα σας για να ξεσκλαβωθήτε από τα χέρια τους.

Λόγιασε, αγαπητέ μου, πόσο περιωρισμέναι και πόσο ευτυχείς ήσαν οι λαμπροί πρόγονοί μας πόσο παιδικό το αίσθημά των. Όταν ο Οδυσσεύς ομιλή περί του απείρου πελάγους και περί της απεράντου γης, αυτό δα είνε τόσον αληθινό, ανθρώπινο, εγκάρδιο, περιωρισμένο και μυστηριώδες.

8 Ιουλίου. Τι παιδί που είναι ο άνθρωπος! Πόσο ψοφάει για μια ματιά! Τι παιδί που είναι! Είχαμε πάει εις το Βαλάιμ. Τότε από την θυρίδα της αμάξης μιλούσαν με τα παλληκάρια, που ήσαν βεβαίως αρκετά ελαφρά και μάταια. — Εζητούσα τα μάτια της Καρολίνας· αχ! εγύριζαν από τον ένα εις τον άλλον!

Τον καιρό αυτό γνωρίζαμε πως τίποτε δεν πιθυμούσαμε, τίποτε περσότερο από κείνο που είχαμε. Σε τέτοιες ώρες της ζωής μπορεί ο ένας να ζητά τη μοναξιά για να στεγνώση τα δάκρυά του, γιατί ντρέπεται να δείξη πόσο είναι ευτυχισμένος.

Μα δε βλέπεις, Δάφνη, τις γίδες και τα κριάρια και τους τράγους και τις προβατίνες, πως εκείνοι κάνουν ορθοί κ' εκείνες παθαίνουν ορθές; εκείνοι αφού πηδήσουν, κι αυτές αφού τους κρατήσουν στα πισινά τους; Κ' εσύ θέλεις να πλαγιάσω χάμου μαζί σου γυμνή; κι όμως εκείνες πόσο πιο μαλλιαρές είναι από μένα, αν κ' είμαι ντυμένη.

Κατέβηκαν κι αυτοί στην Αθήνα και σπούδαξαν, καθώς άλλοι· με πόσο όμως διαφορετικούς καρπούς! Η πολιτική τους, ναπογευτούνε δηλαδή την αρχαία σοφία, και να βγουν έπειτα να κηρύξουν την αλήθεια του θεού με την τέχνη και με τη χάρη της παλιάς Αττικής, είναι εύκολο να ψεγαδιαστή.

Ο Ξενιτεμένος, αφού έκανε γερό πουγγί στην Αθήνα, ως ψωμάς, ξεκίνησε για την πολυπόθητη πατρίδα, μαζύ με τον αγαπημένο του τον Γκεσούλη. Στο ξεκίνημα του είχε κολλήσει κ' ένας χωριανός του, που η τύχη δεν τον είχε χαϊδέψει καθόλου από τη μεγάλη του ακαματιά. Αυτός ο χωριανός του λέγονταν Φετάνης και γνώριζε πόσο παχύ είταν το πουγγί του Λέντζου. Φτάσανε μαζύ στην Άρτα.

Ένα γλυκό αεράκι σάλεψε τα κλαδιά του γεροπλάτανου και δυο αχτίδες χρυσές γλυστρήσανε απ' τη φυλλωσιά του και πλέξανε μια χρυσή κορώνα στο κεφάλι της. Ο νέος ο κυνηγός την κύτταξε γλυκά και είπε μέσα του: — Πόσο της μοιάζει για βασίλισσα!

Ξαναφλόγωσε η φυσικιά τους αγριωσύνη, ξαναθυμήθηκαν τα παλαιά τους οι Γότθοι. Σαν πλημμύρα χυθήκανε ως του Ελλησπόντου τα περιγιάλια. Τήραγαν αποπάνω από τα τειχίσματά τους οι Κωσταντινουπολίτες τον καπνό και τις φλόγες στα χωριά και στα χτήματά τους. Ο Βάλεντας δε φαίνεται να καλόνοιωσε στην αρχή πόσο σοβαρή είταν αυτή η Γοτθική μπόρα, επειδή έστειλε μέτριο στράτεμα να τους παιδέψη.

Ο ορισμός της φιλολογίας από τον Arnold ότι είναι η κριτική της ζωής δεν ήταν πολύ επιτυχημένος στη διατύπωση, όμως δείχνει πόσο βαθιά εκτιμούσε τη σπουδαιότητα του στοιχείου της κριτικής στη δημιουργικήν εργασία.