United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αγαθούλης είπε στον Κακαμπό: — Φίλε μου, βλέπεις πόσο τα πλούτη αυτού του κόσμου είναι φθαρτά· δεν υπάρχει τίποτε σταθερό έξω από την αρετή κι' από την ευτυχία του να ξαναϊδούμε την δεσποινίδα Κυνεγόνδη.

Εμάς ο σκοπός μας είτανε να δείξουμε πρώτο, πόσο ακατανόητη πάντα στάθηκε η μωροπιστία των Αθηναίων, και δεύτερο, πόσο λίγο σκοτιζόντανε για πολιτική λευτεριά κ' οι Αθηναίοι κ' οι άλλες οι πολιτείες τριγύρω, σε καιρούς που είχαν ακόμη τρόπο να τους καταστρέφουν τους ξένους ή και να τους βάζουνε να τρώγουνται αναμεταξύ τους, αν αντίς Πολιτείες χωρισμένες η μια από την άλλη, κ' η καθεμιά μέσα της με κόμματα, είταν έθνος με πολιτική ένωση, με μια και μονάχη φιλοδοξία, τη λευτεριά του, μ' ένα όνειρο, τη ζωή και τη δόξα του.

Ώστε όταν έδιδες τα χείλη σου εις τον άλλον, η καρδιά σου πετούσε σε μένα. Ποτέ εκείνος δεν με είδεν εμπρός του έτσι. Ποτέ μαζή του δεν ησθάνθην ό,τι αισθάνομαι μαζή σου. Η αγάπη μου, η τρέλλα μου, το πάθος μου, ούτε έσβυσε, ούτε θα σβύση. Θυμήσου, Κώστα μου, θυμήσου πόσο ευτυχείς είμεθα. Πώς έλεγες ότι καμμιά άλλη γυναίκα δεν σε έκανε τόσον ευτυχή.

Το φιλόξενο και ευγενικό νερό!! Πόσο τον έκανε ανάλαφρο και πρόθυμο για δουλειά! Πόσο τον νανούριζεν έξω στο σώμα και μέσα στην ψυχή! Πάντοτε είχε λογαριάσει ένα μπάνιο περισσότερο, για εξυγιαντικό της ψυχής παρά του ίδιου του σώματος. Τις στιγμές κείνες μάλιστα, έβγαλε και αυτή τη σκέψη: — Ανοίξετε χιλιάδες, άπειρα λουτρά στον κόσμο, και κλείσετε τα δικαστήρια και τις φυλακές.

Ακόμα δεν ήταν καθόλου παράξενες τώρα οι βίδες της οροφής· το φως της καντήλας στην εικόνα τ' Άη-Νικόλα δε γιάλιζε πια σα βλοσυρό μάτι, και κάτω από τα πόδια του ο ήχος της ηλεκτρομηχανής ακούονταν κανονικός, χωρίς να γαυγίζει όπως πρώτα. Πόσο άφθονο και πόσο γαλάζο ήταν πάλι το νερό κάτω από τα μάτια του! Έπρεπε να χαλάσει ο ουρανός για να βρεθεί άσχημο και κουραστικό το χρώμα κείνο.

Είδετε τώρα πόσο αψηλά ξεναντίας ανεβάζω την καθαρέβουσα, αφού προσπαθώ να σας δείξω τι πολύτιμη μπορεί να είναι η σπουδή της και για τα ιστορικά προβλήματα που αγαπά σήμερα η επιστήμη. Σας αρέσουν αφτά τα προβλήματα και σας, αξιότιμοι Κύριοι.

Το πνεύμα των βιβλίων τον έσπρωχνε ίσα στων μαρμάρων το πνεύμα. Πριν δεν ήταν γι' αυτόν παρά σωρός πέτρες, όγκοι μεγάλοι και θαυμαστοί. Δεν του κεντούσαν άλλο τι παρά την απορία. Απορούσε κ' έλεγε συχνά τι διαβολοσύνεργα μεταχειρίστηκαν οι πρόγονοί του για να τα μετατοπίζουν. Κι απ' αυτό εσχημάτιζε την ιδέα πόσο μεγάλοι και δυνατοί ήταν εκείνοι. Όλοι πέρα πέρα Ηρακλήδες και Βριάρεοι!

Καν με τι νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση. Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε 985 Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναξε, Πετούμενο αντριομένο, 990 Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ, Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου 995 Σε χρώμα έτζι σεμνό.

Ήξερε ακόμα πώς σφικτοπεριπλέκεται ο μαύρος ο κισσός ολόγυρα στολόχλωρο κορμί του γεροπλάτανου και ολόγυρα στο κάτασπρο το μάρμαρο μιανής αρχαίας κολώνας. Και σφίγγοντας την αδερφούλα του στην αγκαλιά του, της έλεγε γλυκά και λυπημένα: — Πόσο μοιάζω κ' εγώ το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού....

ΟΦΗΛΙΑ Μάλιστα, η Ευγενία σου. ΑΜΛΕΤΟΣ Ω Θεέ μου, μόνον δια να σε διασκεδάσω. Τι άλλο μένει παρά να ήμεθα καλοκαρδισμένοι; δεν βλέπεις πόσο ιλαρή δείχνεται η μητέρα μου, και δεν επέρασαν δύο ώραις αφού απέθανε ο πατέρας μου; ΟΦΗΛΙΑ Όχι, Κύριέ μου δύο φοραίς δύο μήνες. ΑΜΛΕΤΟΣ Τόσος καιρός; Τότε λοιπόν ας αφήσωμε τον διάβολον να μαυροφορή κ' εγώ θα λαμπροφορέσω.