Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Αφορμή ας μη το κεντάει, 415 Τρέχει, ρίχνεται, πηδάει· Κι' αν δεν έχει τι να κάμη Κολυμπάει μες το ποτάμι. Κι' όποτε δεν είναι χρεία, Τότε πρόφασι κι' αιτία 420 Βρίσκει ευτύς στη θέλησί του Ν' αναπάψη το κορμί του. Στη συχνή τρυφήν εκείνη, Στην πολλή του γεροσύνη, Αρχινάει ν' αποσταίνη, 425 Κάθε τι να το χορταίνη.
ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Όχι πλέον, όχι. ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς συμβαίνει τούτο; αυτοί εσκούριασαν τάχα; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Μα την αλήθειαν, πολλή ταραχή έγινε και από τα δύο μέρη, και ο λαός άπονα τους ερεθίζει να αλληλομαχούν· διά κάμποσον καιρόν δεν έβγαινε λεπτό από την παράστα- σιν, εάν ο ποιητής και οι ηθοποιοί δεν έμπαζαν εις τους διαλόγους τα γρονθοκοπήματα. ΑΜΛΕΤΟΣ Αλήθεια;
Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.
Δεν πέρασε πολλή ώρα από τη στιγμή, που βάρεσε ο δεύτερος ο σήμαντρος κι' η εκκλησιά αγκάλιασε με τους τέσσερους τοίχους της όλον τον κόσμο του χωριού.
Και το κύμα το μανισμένο και το αέρι το τρελλό επίστεψα πως εξανάλεγε με διαβολική χαρά και ειρωνεία: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή. Έμεινε όπως ευρέθηκε καθένας για πολλή ώρα. Και άξαφνα, εσκορπίσαμε τρελλοί, εσκαλώσαμε στα κατάρτια και μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε τον προδότη και να του φωνάζουμε: — Της μάνας σου το κέρατο!... Της μάνας σου το κέρατο!...
Δεν είμαι ζώον, καθώς ο Θευδάς. θα τον καταφέρω εγώ τον Γεμιστόν να πεταχθή εξω έξαφνα. Δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία. Φτάνει να μην είνε κανείς κουτός, και πολλά γράμματα δεν χρειάζονται. Χόμο! Χόμο! έκραξε· κουτ, κουτ! Χόμο ήτο το όνομα του κυνός. Το ζώον τούτο, ακούσαν το όνομά του, έσπευσε προς τον καλούντα αυτό.
Ο Χαγάνος δεν πήρε, άρπαξε από τα χέρια του δούλου το κιάλι, το άρμοσε στα μάτια του και κύτταξε για πολλή ώρα τριγύρω. Είχε δίκιο ο δούλος του. Τα ξένα χτήματα έζωναν με πρασινάδα το δικό του· πήγαιναν να το πνίξουν με το θρασομάνημά τους. Ψηλά του Βασίλη του Ζάρακα το χτήμα, περιμαντρωμένο με αθάνατους τον τρόμαξε.
Τον πήρε αγάλι' αγάλια πρώτα στο μπουζούκι του, τον έπαιξε με προσοχή, με πολλή τέχνη, έβγαλε μέσ' απ' εκείνο το ξύλο κι από τα τέλια ένα κομμάτι ψυχής αρμονικά ερωτοχτυπημένης και το άφησε να ξεθυμαίνη στη δροσιά και στη σιγαλιά της φεγγαροστολισμένης νύχτας αγάλι' αγάλια με ξεψύχημα, με καημό, με πονεμένη αρμονία, με μια γλύκα πόμπαινε ίσα στη ψυχή και την έσφιγγε και τη λίγονε και στενοχωρούσε, και την έκανε να στέλνη αναστεναγμούς φλογισμένους στα χείλη οποιανού τον άκουε.
Όταν η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε ότι θα την έδιναν γυναίκα σ' αυτόν το θρασύδειλο, πρώτα γέλασε ώρα πολλή κ' έπειτα έκλαψε.
Και τώρα όρεξις πολλή μου έρχεται ως τόσο τον Φάουστ και ξυλόσοφον να τον ξυλοφορτώσω. ΦΑΣΟΥΛΗΣ Καλά που ήλθες, Περικλή, εγκαίρως να με σώσης, διότι αν τον χείμαρρον της λιγυράς μου γλώσσης δεν σταματήση ως εδώ το σεβαστόν σου ξύλον, οπού μου είναι νόμος, θα υπερβή τον αριθμόν των ορισθέντων φύλλων ο ανά χείρας τόμος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν