Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
— « Δεν είταν μήτε δέκα, μήτε κι’ εκατό... » Είταν εφτά χιλιάδες κι’ ίσως πλειότεροι... » Για το Χριστό χιλιάδες πέντε σκότωσα, » Και δυο χιλιάδες άλλες για την Παναγιά... » Κι’ απ’ τες εφτά χιλιάδες ένας γλύτωσε, » Πούχε λαγού πηλάλα, πόδι ζαρκαδιού, » Κι’ εκείνος λαβωμένος και με λάβωσε... » Να τους κι’ ακόμα χίλιοι, πώφτασαν εκεί, » Με πιάσαν λαβωμένο και με δέσανε, » Και μιαν ακέρια μέρα με παιδέψανε». ................................................
Οι πλειότεροι είχον ήδη αναβή, ότε ενόησαν αυτούς οι φύλακες των πύργων· διότι Πλαταιεύς τις, αναρριχηθείς εις τας επάλξεις, έρριψε κάτω μίαν κεραμίδα, ήτις πεσούσα έκαμε κρότον. Και αμέσως υψώθη βοή, οι δε πολιορκούντες ώρμησαν επί του τείχους χωρίς να ηξεύρουν πόθεν ήτο ο θόρυβος εκείνος εν μέσω της σκοτεινής και θυελλώδους νυκτός.
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε• «Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, 245 αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη 'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις».
Οι μεν λοιπόν άλλοι Ίωνες και οι Αθηναίοι απέφευγον να λάβωσι το όνομα τούτο και δεν ήθελον να καλώνται Ίωνες· ακόμη δε και σήμερον μοι φαίνεται ότι οι πλειότεροι αυτών αισχύνονται διά το όνομα τούτο.
Επί τέλους, όταν οι πλειότεροι αθωώσωσι τον άνθρωπον, αποφασίζεται να θανατωθώσιν οι πρώτοι μάντεις.
Τότε συνήθροισαν εις την ακρόπολιν, γυναίκας, τέκνα, πλούτη, δούλους· έθεσαν πυρ εις το φρούριον εκείνο διά να το καύσωσιν ολόκληρον, και αφού ώμοσαν μεταξύ των φοβερούς όρκους, εξώρμησαν με τα όπλα εις χείρας και εφονεύθησαν μαχόμενοι. Από τους Λυκίους δε οίτινες την σήμερον καλούνται Ξάνθιοι, πλην ογδοήκοντα οικογενειών, οι πλειότεροι είναι επήλυδες.
Οι πλειότεροι απ' τα Γιάννινα ηύραν εδώ κρυψώνα· Εδώ τον πρώτο πέρασαν του χαλασμού χειμώνα. Εδώ ο Κώστας έφερε κι' αυτός την φαμηλιά του, Τη μάνα, τον πατέρα του, τη Λένη τα παιδιά του. Εδώ κ' εγώ 'γεννήθηκα, εδώ τον ήλιο είδα, Αυτά τα βράχια τα 'ψηλά έχω εγώ πατρίδα.
Απ' το Ίλιο μ' έφερ' άνεμος 'ς την άκραν των Κικόνων, την Ίσμαρο• κ' εξέκαμα την πόλι και τους άνδραις• Και όσαις γυναίκαις πήραμε και πλούτη από την πόλι, 40 ίσια τα μοιρασθήκαμε να μη κλαυθή κανένας. και τότ' εγώ να φύγουμεν εκείθ' ευθύς με βία παρακινούσα, αλλ' οι μωροί ν' ακούσουν δεν ήθελαν. και αυτού πίνονταν άδολο κρασί πολύ, κ' εσφάζαν 45 εις τ' ακρογιάλι αρνιά πολλά και στριφοπόδα βώδια. πήγαν ωστόσο οι Κίκονες τους Κίκοναις να κράξουν, γείτοναις, 'που πλειότεροι και ανδρειότεροι απ' εκείνους εκατοικούσαν 'ς την στερηά, και απ' τ' άλογα εγνωρίζαν να πολεμούν, ή και πεζοί, αν το 'θελεν η ανάγκη. 50 τόσ' ήλθαν, όσ' η άνοιξι φύλλα φυτρόνει και άνθη, πρωί• τότ' ήλθε του Διός μοίρα κακή κοντά μας των δύστυχων, όπ' έμελλε πολλά να φέρη πάθη. την μάχη στήσαν και άρχισαν προς τα γοργά καράβια, και απ' τα δυο μέρη ερρίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια. 55 και όσ' ήτο αυγή και τ' άγιο φως αύξαινε της ημέρας, προς τους πολλούς τον πόλεμον κρατούσαμεν οι ολίγοι• αλλ' άμ' ο ήλιος έγερνεν, όταν τα βώδια λυώνται, τους Αχαιούς εσύντριψαν οι Κίκονες κ' εσπρώξαν. έξι ανδρειωμένοι σύντροφοι μέσ' από κάθε πλοίο 60 χάθηκαν και απ' τον θάνατον σωθήκαμεν οι άλλοι. θλιμμένοι εμπρός επλέαμεν, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. αλλά δεν μου ξεκίνησαν τα ισόμετρα καράβια, πριν τρεις φωνάξουμε φοραίς τους άμοιρους συντρόφους, 65 όσους 'ς τον κάμπον έστρωσαν τ' ακόντια των Κικόνων. και ο Δίας μας εσήκωσεν ο νεφελοσυνάκτης ζάλην φρικτήν απ' τον Βορηά, κ' ετύλιξε 'ς τα νέφη πόντον και γην, κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα• κ' έτρεχαν επικέφαλα, και τα πανιά τους όλα 70 έσχισεν, ετετάρτιασεν η δύναμι του ανέμου, κάτω τα εσύραμεν ευθύς, μη μας καταποντίσουν, και λάμνοντας εφέραμεν εις την στερηά τα πλοία. ασάλευτοι αυτού μείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. 75 η τρίτη ως έλαμψεν αυγή, τα κάτασπρα πανία εις τα κατάρτια απλώσαμε, καθίσαμε και ωδήγαν τα πλοία μας ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. και άβλαπτος τότε θα' φθανα 'ς την ποθητήν πατρίδα, αλλ' ως τον Μαληά γύριζα, το κύμα και το ρεύμα 80 και ο Βορηάς πολύ μακράν μ' έδιωξαν των Κυθήρων. κατόπιν άνεμοι κακοί μ' έδερναν εννηά 'μέραις, 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσαν ήλθαμε την δεκάτη των Λωτοφάγων εις την γη, 'πώχουν τροφή τους άνθη.
Η ιδέα ότι οι συνωμόται ήσαν πλειότεροι παρ' όσοι ήσαν αληθώς, κατέβαλλε το πνεύμα των· ένεκα δε του μεγέθους της πόλεως και διότι δεν εγνωρίζοντο αμοιβαίως, ήτο αδύνατον να εξακριβώσουν τον αριθμόν αυτών· τούτου ένεκα ουδείς ετόλμα να εκμυστηρευθή την αγανάκτησίν του είς τινα, διά να σκεφθή μετ' αυτού περί εκδικήσεως, διότι τότε θα είχεν ανάγκην να ομιλήση προς τον τυχόντα άγνωστον ή προς ύποπτον.
Αλλ' οι εχθροί, οι οποίοι πολεμούντες πολλήν ώραν είχον αποκάμει, βλέποντες επιστρέφοντας τους Έλληνας, ετράπησαν εις φυγήν. Τότε εκπηδήσαντες και οι περί τον Καραϊσκάκην ερρίφθησαν εις τους εχθρούς και τους κατεδίωξαν ικανόν διάστημα, φονεύσαντες υπέρ τους διακοσίους, εν οις οι πλειότεροι Αλβανοί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν