United States or British Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' όχι τον είδαν, και να πεις τον κρύβανε απ' αγάπη, τι σαν το μάβρο θάνατο τόνε μισούσαν όλοι. Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος 455 «Ακούστε, Τρώες και βοηθοί, κι' ακούστε με, Δαρδάνοι! Η νίκη φάνηκε θαρρώ του βασιλιά Μενέλα, και τώρα βγάλτε δώστε μας το βιος με την Ελένη, κι' έτσι όσο πρέπει πρόστιμο πλερώστε ακόμα, τέτιο που να σταθεί παράδειγμα και των στερνών ανθρώπων460

Τώρα θέλω μόνο να μάθω εάν είναι αλήθεια ότι εσύ δεν είπες τίποτε από αυτά που κουβεντιάσαμε στον ντον Πρέντου.» «Τίποτα, ντόνα Νοέμι μου!» «Κάτι ακόμη θέλω να σε ρωτήσω, Έφις, αλλά πρέπει να μου πεις την αλήθεια.

Δεν είδα εγώ, δεν άκουσα να πουν πως ένας άντρας σκέφτηκε ως τώρα συφορές μες σε μια μέρα τόσες, όσα μας έκανε δεινά ο Έχτορας, που ωστόσο θεού να πεις ή θέϊσσας δεν είναι ακριβοπαίδι. 50 Τόση είναι η βλάβη, που θαρρώ καιρό ο στρατός και χρόνια θάν τη θυμάται· έτσι βαριά μάς έχει αφανισμένους.

Θα της πεις: «Ποιον πρέπει να στείλουν να σε ζητήσει; Τον παπα-Πασκάλε, την αδελφή του ή κάποιον άλλο;». Εάν πει να μη στείλουν κανένα, τόσο το καλύτερο, μα την πίστη μου, τόσο το καλύτερο! Έπειτα θα ενεργήσουμε γρήγορα και αθόρυβα. Δεν είμαστε πια παιδιά.

Έτσι έλεγε, μα εσύ ξεχνάς. Όμως και τώρα ακόμα 790 ίσως σ' ακούσει αν του τα πεις του φρόνιμου Αχιλέα. :Πιος ξέρει τοπρώτα οι θεοί! — τα σπλάχνα αν δεν τ' αγγίξει η συβουλή σου· η συβουλή καλή είναι του συντρόφου.

Μα σαν τον ζύγωσαν να πεις μια κονταριά ή πιο λίγο, νιώθοντας το πως είναι οχτροί κάνει φτερά τα πόδια, και δρόμο! Μα κι' εκείνοι εφτύς τον πήραν καταπόδι.

Πόση όμως φροντίδα στη στάση τους και στο φέρσιμό τους! Προσέχανε πολύ βέβαια πώς να βρεθούνε πιο ώμορφες, και τραβούσανε μέσα στο καράβι όλων τις ματιές. Θα το καταλαβαίνανε, γιατί αν και δείχνανε ότι δεν προσέχανε, κάποτε-κάποτε κρυφομιλούσανε και κρυφοκυττάζανε. Ο Ρένας παρατηρούσε κ' έλεγε: — Όλα τα ρούχα της γυναίκας είναι λεπτότερα από των ανδρών. Σχεδόν μπορείς να πεις ότι είναι γυμνή.

Κοιτάχτηκαν, κι εκείνος κατάλαβε ότι κάτι είχαν να πουν εκείνοι οι δυο, να ξαναπιάσουν μια κουβέντα που άφησαν στη μέση. «Έφις, άκουσε, θα μας εξιστορήσεις τουλάχιστον τις περιπέτειές σου, αφού δεν μας έγραψες ποτέ. Πόσα πράγματα θα έχεις να μας πεις τώρα! Αχ, Έφις, Έφις, ποιος θα το πίστευε ποτέ ότι όταν θα γερνούσες θα γύριζες τον κόσμο!» «Κάλιο αργά παρά ποτέ, ντόνα Έστερ μου!

Να τρέξεις στην καλύβα εφτύς του βασιλιά Αγαμέμνου, κι' όλα σωστά ναν του τα πεις, καθώς σ' τα παραγγέλνω. 10 Πες του να κράξει στ' άρματα όλο τα' ασκέρι αμέσως, που τώρα την πλατύδρομη μπορεί να πάρει Τροία, γιατί στον Έλυμπο οι θεοί δεν έχουν πια διο γνώμες, τι με τα περικάλια της τους γύρισε μαζί της όλους η Ήρα, και καημοί τους Τρώες καρτεράνε15

Ο Έφις έτρεξε ξωπίσω του και του άρπαξε το χέρι. «ΠερίμενεΈμειναν μια στιγμή σιωπηλοί, σαν ν’ άκουγαν μια μακρινή φωνή. «Τζατσίντο! Ένα πράγμα μόνο πρέπει να μου πεις. Τζατσίντο! Σου μιλάω σαν ετοιμοθάνατος. Τζατσί! Πες το μου, στην ψυχή της μάνας σου! Πώς το έμαθες;» «Τι σε μέλει;» «Πες το μου, πες το μου, Τζατσί! Στην ψυχή της μάνας σου