United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έρχεσαι χαρούμενη σπίτι, χαμογελάς και δε μου λες· «Καρλή, καλέ μου Καρλή, μην πονής και πονώ σαν και σέναΔε νοιώθεις τι είναι αγάπη κ' ύστερα μου λες πως ίσως παίζω μαζί σου! Μην παίζουμε, παρακαλώ, με την κούκλα. Γιατί σπάνει. Να μη βιάζουμαι; Να μη θέλω να το μάθη ο κόσμος όλος πως είσαι δική μου; Σα γυναίκα μου δική μου!

Η εξαδέλφη πλέον ή άπαξ με εκύταξε σαρκαστικώς, εγώ όμως το αψήφησα όλως διόλου. Η ομιλία εστράφη εις την διασκέδασιν του χορού. — Και αν το πάθος τούτο είναι ελάττωμα, είπεν η Καρολίνα, σας ομολογώ ευχαρίστως ότι δι' εμέ δεν υπάρχει ανώτερον του χορού. Και όταν έχω κάτι που με στενοχωρεί και παίζω διά τον εαυτόν μου εις το ξεκουρδισμένον κλειδοκύμβαλόν μου μια καδρίλια μου περνούν όλα.

ΚΟΡΥΔΩΝ Όσο για τη φλογέρα του, πριν φύγη για την Πίσα μου την εχάρισε, κ' εγώ, τεχνίτης στη φλογέρα, παίζω γλυκά και τεχνικά της Γλαύκης τα τραγούδια, παίζω γλυκά και τεχνικά του Πύρρου τα τραγούδια.

ΓΙΑΓΙΑ Μα δεν ξέρεις, Αννούλα, δεν καταλαβαίνεις πως παιχνίδια τρελλά και πολλές φωνές δεν ταιριάζουνε σήμερα στο σπίτι μας; Αυτό θα πη πώς δεν έχεις αιστανθή με τα σωστά σου το κακό που βρήκε το σπίτι μας με το θάνατο της καημένης σου της μανούλας. Δεν έπρεπε να παίζω δεν έπρεπε να χαίρουμαι. Είμαι μια ανόητη.

Κ' έτρεχα μεθυσμένος να παίζω μαζί της, να την θυμώσω εναντίον μου, να την αναγκάσω να ριχθή κατόπιν, να με κυνηγήση, να αισθανθώ τον αφρό ράπισμα επάνω μου όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ' αγρίμια.

Ούτως ο Μήτρος αναγκάσθη ν' απομακρυνθή εκείθεν κ' εμισθώθη εις ένα κτηνοτρόφον εκ Σουλεϊμάναγα, του οποίου τόρα έβοσκε τα πρόβατα. — Βόσκω τα πράμματα και παίζω τη φλογέρα μου· είπεν όταν ετελείωσε την διήγησίν του, απαθώς υπομειδιών, ως να έλεγε συνήθη πράγματα. Η Σμάλτω ήτις συνεκινήθη εις την διήγησιν εκείνην του βοσκού, εχάρη ακούσασα ότι εγνώριζεν ούτος να παίζη την φλογέραν.

Αυτό το παιγνίδι του Σβεν κοίταζε η μικρή Μάρθα και τέλος τονέ ρώτησε τι έκανε κει. — Δε βλέπεις; Παίζω στη χλόη, είπε ο Σβεν. Και ξαφνισμένος άνοιξε πλατιά τα μάτια του. Όχι, η Μάρθα δεν το εννοούσε, μα αφού είδε το Σβεν να παίζη τόση ώρα εκεί, νόμισε πως έπρεπε να είναι κάτι πολύ διασκεδαστικό και κάθησε κι αυτή κοντά του.

Εγώ, γιαγιά μου, το ξέρεις, τόσες φορές σου τόχω πει, θέλω να είμαι λεύτερη, πάντα λεύτερη. Να παίζω, να τραγουδώ, να λέω τα λόγια μου πάντ' ανοιχτά. Μα ο πατέρας είν' εδώ, μια πίεση φοβερή, μια εξουσία, ένα μάτι που μου κόβει τη χαρά, που μου στερεί τη ζωή, τον αέρα, που μου φέρνει τη μελαγχολία.

Από τον Σιφνέικο καφενέ στη Σαντορινιά ταβέρνα· από τη Σαντορινιά ταβέρνα στο Κεμεραλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτόημερα! Σε δεκαπέντε ημέρες έβαλα και χρέος τρία τάληρα στον καφενέ και δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμεραλτί μην ερωτάς. Λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω τη λατέρνα στην πόρτα. Μα τον δουλευτή που είνε γερός μη τον φοβερίζης.

Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον διά να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην.