United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συλλογίσου τα λόγια μου και θα δης πως έχω δίκιο. — Καλά το 'πα 'γώ πως εβάρθηκες να με σκάσης απόψε, είπεν η Μαργή και με θυελλώδη ορμήν ερρίφθη εις μίαν γωνίαν, όπου, λαβούσα στάσιν Νιόβης, ήρχισεν εκ νέου να κλαίη. Η μητρική καρδία της χήρας συνεκινήθη. — Μα, θυγατέρα μου, δε σου 'πα δα και άρον άρον να τόνε πάρης!

Ας πα να σκυλιάσουν όλοι, έγρυξεν ο μπάρμπα-Στεφανής.. — Εγώ λέω θα τους ρίξουμε κάτω, επανέλαβε, κατά βήμα παρακολουθών αυτόν βαδίζοντα ο Μανώλης. Αίφνης στραφείς προς αυτόν ο μπαρμπα-Στεφανής·

Ποιος περνά να τον σταματήση μέσ' στον δρόμο· ποιος έφθασεν από πουθενά, να πα να τον ρωτήση: μη σε είδαν, μη σε άκουσαν. Την ξεύρεις. Ένα πρωί πρωί ετρυγούσαμε τα πεπόνια στο χωράφι. Έξαφνα βλέπει ένα διαβάτη που περνούσε. Δεν τον αφήνει να πάγη στην δουλειά του, μόνο τρέχει στην φράκτη: — Ώρα καλή, θειε! — Πολλά τα έτη, κυρά! — Από την Ευρώπη έρχεσαι; — Όχι, κυρά, από το χωριό μου.

Σ' αυτόντην Πύλον πέρασαν δυω γενεές ανθρώπων, Όσοι προεγεννήθηκαν, κ' εθράφηκαν μαζί του, Και πλέον εβασίλευε ανάμεσατους τρίτους. Αυτός εις τούτους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε· Πα! πα! τι θρήνος έφθασε την Αχαΐαν μέγας!

ΕΡΜ. Αυτός δε ο τρίτος δεν έχει κύριον; ΚΥΡΙΟΣ. Είνε δικός μου, αλλά τον αφίνω να πα να χαθή. Δεν τον θέλω. ΕΡΜ. Διατί; ΚΥΡΙΟΣ. Διότι είνε ξεπατωμένος και δι' αυτό τον ωνομάζαμεν Μυρωδάτον. ΕΡΜ. Ακούεις, Ηρακλή ανεξίκακε; Έπειτα εκρέμασε μίαν πήραν, επήρε βακτηρίαν και εχειροτονήθη φιλόσοφος. Και συ έλα να πάρης την γυναίκα σου.

Έκραζε «πτου!...» στα ορνίθια κ' έτρεχαν από τις τέσσερες άκρες της αυλής με φτεροκοπήματα και κακκαρίσματα, σα να της φώναζαν «φτάσαμε!..» Πα! πα!.. πα!.. σκούζανε τα παππιά, σαλεύοντας το στρουμπουλό κορμί απάνου στα ποδαράκια τους, λες και διάταζαν: «μην απλώση κανείς στο φαγί μαςΜπερδεύονταν όμως πολλά κι ανασκελώνονταν στο δρόμο σαν ασκοτύρια.

Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη, 'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη, και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα• «Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου• δεν είδες πώς πταρμίσθηκετα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545 δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη. και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου• αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται, θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550

Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405 «Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει. τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας, αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,

Αν ήθελες, θάλεγες του κυρού μου πως εμάς δε μας εγνοιάζει για το σπίτι, μόνο θέμε να παντρευτούμε. Σα γενή ο γάμος, ας με βάλη να δουλέψω να χτίση δέκα σπίτια μαγάρι. Η Πηγή εξηκολούθει να σιωπά. — Να του το πης θες; ηρώτησεν ο Μανώλης, αφού επί τινας στιγμάς επερίμενε την απάντησίν της. — Μα δεν μπορώ, σου 'πα, δεν μπορώ, απήντησεν η Πηγή και τα δάκρυά της ήρχισαν να τρέχουν.

Αυτά 'πα, και τότε η ψυχή του γοργοπόδη Αιακίδη μακροπατώντας έσχιζε τ' ασφοδελό λιβάδι χαρά γεμάτη όπ' άκουσε την δόξα του παιδιού του. 540