United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γρηά ζητά τον ψύλλο μέσ' στο πάπλωμα κ' εκείνος κάθεται πα στα ματογυάλια της. Όμως μην ειπής ακόμη τίποτε εις την Βαλινδέ, την κοκκώνα. Είπα και εις τον Μιχαήλο το ίδιο. Όταν μ' ερώτησε σήμερον πρωί, της είπα, πως η θέσις μου μ' απαγορεύει να ειπώ τίποτε πριν αποφανθή το δικαστήριον. Η καϋμένη η κοκκώνα! Δεν είπε τίποτε, αλλά φοβούμαι πως ενόησε την αποτυχίαν μου.

1 2 3 4 5 6 0 — — — — 0 Εύφ ραι νε μέ το α θά νατον 0 — — 0 — 0 Χή ρας ο θεί ος ό μηρος — 0 — — — 0 Σβη σθέν λι βα νι στή ριον — 0 — 0 — 0 Την λύ ραν δό τε υ μνή σατε Του θα νά του τα γό νατα — — 0 — — 0 Ο φο βε ρός εχ θρός — — — — — 0 Υ πο κυ μαι νο μέ νους — 0 — — 0 0 Λευ κόν, σι γα λόν μάρ μαρον 1 2 3 4 0 — — 0 Έ χει το μνή μα — 0 — 0 Βοσ κοί και ζώ α — — — 0 Πα ρη γο ρή σου

Αν δε πά- λιν αισθήσεις τινές, ωθούμεναι έξωθεν, εισέλθωσι και παρασύ- ρωσι μεθ' εαυτών όλην την ψυχήν, τότε αι περιφοραί, ενώ εξου- σιάζονται , φαίνονται ότι εξουσιάζουσι. Και δι' όλα ταύτα τα Β. | παθήματά της η ψυχή και τώρα, όπως απ' αρχής, γένεται ανόητος ευθύς άμα δεθή εις θνητόν σώμα.

Τον ευχαρίστησε λοιπόν όπως ημπορούσε, κ' επήρε τον δρόμο, να πα στου πεθερού του το κτήμα, να ιδή μην έπαθεν ο αδελφοποιτός του τίποτε, να φέρη την είδησι. Μα σαν έφθασε μισαποθαμένος ως την θύρα του, δεν τον έβαλε μέσα.

Ήρθα να σάςε πω πως δε θέλω μπλειο παντριγές, μουδέ πράμμα, απήντησεν ο Μανώλης με τόνον μεγάλης αγανακτήσεως. — Να τα! ... Και πώς σούρθε πάλι τουτονά το ξαφνικό; Μην 'πά και μάλωσες πάλι με το Στρατή; — Δεν εμάλωσα με κιανένα. . μα δε θέλω να ξανακούσω τόνομά του μουδ' αυτουνού μουδέ τσ' αδερφής του, μουδέ κιανενούς απού τη χοιρογενειά τως! Δε θέλω μπλειο να τσοι κατέχω.

Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ' ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σ ο υ ρ β ι έ ς και σ ο ύ ρ β ι ζ α ν τους ανθρώπους μέσ' στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στην ράχη και να τον σουρβίζης: Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν' γεροίΈτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια.

Αυτά 'πα, και εις τα στήθη τους ερράισ' η καρδία, κ' είπεν ο Ευρύλοχος πικρά• «σκληρός είσ' Οδυσσέα• σου περισσεύ' η δύναμις, ακούραστα 'χεις μέλη• σίδερο θα 'ναι η πλάσι σου, 'που, αγρύπνια αφού και κόπος 280 εδάμασαν τους φίλους σου, δεν τους αφίνεις τώρατην γη να βγουν και εις το νησί, που η θάλασσ' όλο ζώνει, τον δείπνο θα ετοιμάζαμε, και θα 'χαιρε η καρδιά μας• και συ να παραδέρνουμε την άγρια νύκτα θέλεις, πέρ' από τούτο το νησί, 'ς τα σκοτεινά πελάγη. 285 και η νύκταις μάλιστα γεννούν τους φοβερούς ανέμους, των καραβιών καταστροφή• τον χάρο που θα φύγης, την νύκτ' αν ξάφνου σηκωθή και σ' εύρη ανεμοζάλη, Νότος είτ' έλθ' ή Ζέφυρος, σφοδρότατος αέρας, 'που και εις το πείσμα των θεών συντρίβουν τα καράβια; 290 όθεν ας υπακούσουμετην μαύρη νύκτα τώρα• τον δείπνο θα ετοιμάσουμε προς το γοργό καράβι, και ως φέξη θα το ρίξουμεν εις τα πλατειά πελάγη»,

Αν δεν ακούεται φωνή μες 'στην Ακαδημία, αν μες 'σ' αυτή δεν έρχεται κανένας να διδάξη, ω! μη θαρρής πως έπεσε καμμιά επιδημία, ή πως μας έλειψαν σοφοί. .. πα! πα! θεός φυλάξοι! Εμείς για λούσο θέλουμε να ήναι 'στας Αθήνας, για λούσο μας την έκτισε κι' ο μακαρίτης Σίνας.

Ο Αλβανός μεθυσμένος μαλόνει με τον Κρητικόν, πυροβολεί με την πιστόλαν και τον πληγόνει πολλά ελαφρά εις τον βραχίονα. Αλβανός, Κρης και ο Ανατολίτης. ΑΛΒ. Ορέ κρητίκα, ορέπραεσύ εσύ ορέ κρητίκα! — πω το γουρουνίζεις εσύ εμένα ορέ το παπα το παληκάρι; ΚΡΗΣ. Δεν κατέχω ετζά πράμα, μηδέ κατέχω σε πούρι, θιός και η ψυχή μου.

ΑΝΑΤ. Άι χωριάτ' ογλού χωριάτ!!! ναίσεκ, ντε λες, μόναι ναι; ντιάβαστο τώρα ν' ακούσω. » Εκλαμπρότατε, ενδοξώτατε, υπερένδοξε, Κύριε » και τα λοιπά, και τα λοιπά. » Ευθυμούντων ημών σήμερον την της Ελλάδος πα- » λιγγενεσίαν εν τω εδωδιμολεσχοποικιλοβρωματο- » πωλείω, ΑΝΑΤ. Ιστέκα ιστέκα... τούτο ούλο ένα λόγος είναι! ΛΟΓ. Μια λέξις προ, προ προ υπερπαρασύνθετος.