United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μ α τ ζ ο ύ κ α ς ή ο Αυτοδίδαχτος Γιατρός Σ' ένα μέρος σ' έναν τόπο Με πολύ θαμάσιον τρόπο, Με ξαπόρεσι κοινή, Και σε διάστημα ημέρας, Εγεννήθηκε ένα τέρας Σπάνιο άλλο να φανή. Δίχως να 'χη υποψία, Αν ευρίσκονταν βιβλία, Επιστήμαις και σπουδή, Ο Ματζούκας οχ τα γίδια, Εξημέροσε στα ίδια Του Ασκληπιού παιδί. Όσοι ακούν αυτό, θιαμάζουν Και έχουν δίκιο να φωνάζουν, Πως διηγούμαι υπερβολή.

Λοιπόν φυλάξου· ο φόβος είναι σωτηρία· ότ' η νεότης, χωρίς να 'χη εχθρόν, και μόνητον εαυτόν της επανάστασιν σηκόνει.

Όσοι, φίλε, σε κυττάζουν, Και να παρασκυθρωπάζουν, Δεν μπορούν να κρατηθούν, Να γελάσουν θα βαλθούν· Γιατί είσαι άξιος γέλιου, Κάδε ίδος περιγέλιου, Ή μιλείς ή σιωπάς, Ή χοντρογελοκοπάς. Μ ω ρ ό σ φ ο ς Πως ο Πάνσοφος εξέχει Με το πνέμα αυτό που έχει, Φανερά τ' ομολογώ· Και πως δείχνει νου και φρένας Σπάνια να 'χη κι' άλλος ένας, Συμφωνώ μ' εσάς κι' εγώ.

Η φαντασία, Για μεγαλεία Στον κόσμον όλο, Κοινή μωρία. 820 Μ' αυτή τη ζάλη Εις το κεφάλι, Ανησυχάζουν Μικροί, μεγάλοι· Ανώτερό του Καλήτερό του Πασάνας θέλει Για ισότιμό του. Έχει, δεν έχει, Το δρόμο τρέχει 825 Που τα μεγάλα Αυτός παντέχει· Σε όπια λάχη Αράδα να 'χη, Ποσώς δε στρέγει, Στρίβει τη ράχη.

Αυτός παντέχει· Εις το κεφάλι, Αράδα να 'χη, Μικροί μεγάλοι· Στρίφει τη ράχη. Καλήτερό του Παρέκει βγαίνει, Για ισότιμό του. Πάντ' ανηβαίνει· Έχει, δεν έχει, Για αυτό κοπιάζει Που τα μεγάλα Για να φαντάζη. Σε όπια λάχη Τυφλά κινιούνται, Ποσώς δε στρέγει, Ταλαιπωριούνται. Μέτραγε τα έξοδά σου, κατά το εισόδημά σου. Οι Λαγοί.

Και πάλιν άλλος υβριστής έλεγε• «Ποιος ηξεύρει εάν και αυτόςτο βαθουλό καράβι θα πλανάται μακράν των φίλων και χαθή, ωσάν τον Οδυσσέα; εις κόπους θα μας έβαζε τότε, να μοιρασθούμε τα κτήματ' όλα, αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 335 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που ήθε την πάρη νύμφη».

Μάνα, ας πάψομε οχ τον κόπο Να γυρεύομε άλλο τόπο· 500 Καταφύγι δεν μπορούμε Ωραιότερο να βρούμε. Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο, Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο; Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας, 505 Ας σταθούμε επιζωής μας. Έτζι λέγοντας, φωτίζει· Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει Που τον είχαν αφημένο, Κι' απομνήσκει συγχυσμένο. 510

ΧΟΡΟΣ Πολύ ωμοβόρα επιθυμιά σε σπρώχνει φονικό να κάμης, που πικρό θε να ’χη τον καρπό, γιατί ’ναι ασυγχώρητο το αίμα τ’ αδερφικό. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Γιατ’ η κακιά κατάρα του καλού πατρός μου μου λέει, καθώντας δίπλα μου μ’ άκλαυτα μάτια πως κέρδος μια ώρ’ αρχύτερα θε να ’ναι ο χάρος.

Ω! πόσο μέλη σύμμετρα Ορέχτηκεν η φύση Εσένα να χαρίση Με τέχνη χωριστή. 1000 Αμ η λιαλιά σου τάχατε Σαν τι γλυκάδαις να 'χη; Καλότυχος, που λάχη Να την αφηκραστή. Κι' εκείνος, όμιον έπαινο 1005 Ν' ακούση, δεν κρατιέται, Σε τόπο δε χωριέται, Μήτ' έχει υπομονή. Το λιάραγκά του ετέντοσε, Τις γκάβραις αρχινάει, 1010 Και το τυρί απολνάει Να δείξη τη φωνή.

Δεν είναι αλήθεια μέγας οποίος κινείται χωρίς μέγαν να 'χη λόγον, αλλ' όποιος, όταν παίζεται η τιμή του, ευρίσκει και εις έν' άχυρο αφορμήν να πολεμήση.