United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια φορά μόνον θυμάται, πριν ακόμα μπαρκάρη, θα ήταν ως δεκαπέντε χρόνων, κατώρθωσε και της έφυγετα μισά, 'ς του δρόμου, για να πάγη τα Χριστούγεννα την νύκτατην Εκκλησιά, 'ς την χώρα, να μεταλάβηκαι 'πήγε για ψάρια την παραμονήν, με τον Πετεινάκη, σύντροφος του ψαρά, να τραβά κουπιά.

Και είχε μεν λόγον, ισχυρότατον μάλιστα λόγον, τον οποίον αν έλεγεν ευθύς ο Στάθης θα ηρεθίζετο, θα εζήτει συγχώρησιν διά το πείσμα του και θ' απήτει μάλιστα επιμόνως παρ' αυτής να μη πάγη πλέον εις την βοσκήν με τα γαλιά. Αλλά τον λόγον αυτόν δεν ήθελε να εκστομίση δι' όλον τον κόσμον η Σμάλτω.

Είχε κληρονομήση την βλαπτικήν απλότητα του Γέρω-Λαχανά και η Αρφανούλα, και δεν εβάστα η ψυχή της να τα χαλάση με τον αδελφόν της. Να μη τον πικράνη. Ο θειός της όμως, ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος, ελυπείτο δι' αυτό και προέβλεπεν ατυχήματα: — Βρε κορίτσι μου, έλεγε. Γιατί χαλνάς τα λεπτά σου; — Μα τι να κάμω; — Να τον διώξης! . . . — Και πού να πάγη; — Ν' αυρή δουλειά!

Να ετοιμασθή ο Απρίλης, να στολισθή, να πάγη να λάβη την θέσιν του και να εύρη επ' αυτής άλλον! θα επέστρεφε τότε καταλυπημένος, κατεντροπιασμένος, θα εγίνετο ο περίγελως των άλλων μηνών και αυτός θα εχαίρετο, θα εξεδικείτο. . . Ναι, ήτο πολύ ευχάριστον τούτο, πολύ καλόν αλλά να δώση τας ημέρας του!. . — Δεν 'μπορεί να γίνη αλληώς; εψιθύρισε μετά δειλίας και αποθαρρύνσεως.

Αλλ' έμενετο μέγαρον ο θείος Οδυσσέας, και των μνηστήρων όλεθρο να εύρη εζήτα ο νους του με την Αθήνη, κ' είπ' ευθύς γοργά του Τηλεμάχου· «Ανάγκ' είναι, Τηλέμαχε, να θέσης τ' άρματ' όλα μέσα· κατόπι πλάνεσε με λόγια τους μνηστήραις, 5 όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν· θα ειπής· τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν ήσαν πλέον ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγητην Τρωάδα, και, ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς, την πρώτη λάμψι χάσαν· και άλλο τι μεγαλήτερο θεόςτον νου μου βάζει· 10 μήπως σας φέρ' εις έριδα, και κτυπηθήτε, η μέθη, και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα κ' η μνηστεία·τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος».

Αυτό θα την εφόνευεν! — Μολαταύτα, τη είπον, εάν τον διώξης εσύ, είμαι βέβαιος, ότι θα φύγη να πάγη με τους εδικούς του. Κάμε μου την χάριν και διώξε τον από το σπίτι μας.

Ο Μάχτος ησθάνθη σπαραγμόν, και η τελευταία αύτη φράσις εκόπη εις δύο πριν ή εξέλθη εκ των χειλέων του. Μετά την ανησυχίαν, ην πρότερον ησθάνθη, τώρα του ήρχετο υπόνοια και ζηλοτυπία όλως αδικαιολόγητος. — Και τι θέλεις να κάμω, μικρέ μου; — Να σου λέγη πού θα πάγη, να το ξεύρης. — Πού θα πάγη; Αυτή κάμνει όλαις ταις δουλειαίς. — Αλλά δεν την ηύρα πουθενά. — Τι την ήθελες; — Θέλω να της 'πω.

Στην εκκλησιά κάθησε από την αρχή της λειτουργίας ως το τέλος, και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη για να πάρη αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο τ' άλλο το Χωριό και να πάγη γλήγορα στο σπήτι της, να δεχτή το παιδί της, που έρχονταν από την Ξενιτειά.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Ο Χάρος που την ήρπασε να την μοιρολογήσω, μου έδεσε την γλώσσαν μου και φράζει την φωνήν μου. ΠΑΡΗΣ Είναι η νύμφη έτοιμη διά την εκκλησίαν; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να 'πάγη έτοιμη, αλλά... διά να μη γυρίση! Ω υιέ μου, την παραμονήν του γάμου σου, την νύκτα, ο Χάρος με την νύμφην σου επλάγιασε.

Ψυχή, ψυχή ανυπόφερτη σ' του πάθου μου τη βράσι, Άφσ' το κορμάκι μου νεκρό να πάγη ν' αγαλλιάση. Αχ, έλα θάνατε γλυκέ τους πόνους μου να γιάνης, Τρέξε σ' εμένα γλήγορα, καμιά άργητα μη βάνεις. Ω θάνατε απάνθρωπε, γιατί δε με πληγώνεις, Κι' από παρόμια βάσανα γιατί δε με γλυτρόνεις; Βάρει με το κοντάρι σου, παρακαλώ σε Χάρε, Κι' αυτήν την άθλια μου ζωή, σπλαχνίσου με, και πάρε.