United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ίδιον λοιπόν πράγμα ημπορούμεν να ίδωμεν ότι γίνεται και εις τας ομιλίας, ότι δηλαδή τα μεν ουράνια και θεία πράγματα μένομεν ευχαριστημένοι και όταν τα λέγη κανείς με μικράν ομοιότητα, τα δε θνητά και ανθρώπινα πράγματα τα εξετάζομεν με ακρίβειαν.

Η μεγάλη μάθηση κ' η αρετή της από τη μια, από την άλλη η θεία της ομορφιά κ' η χάρη, την έκαμαν, καθώς είδαμε και στου Συνεσίου το κεφάλαιο, αστέρι μέσα στην Αλεξαντρινή κοινωνία. Μύριοι έτρεχαν κι άκουγαν τα μαγικά της λόγια, και θάμαζαν την ουράνια σοφία της.

Κι' είπε τηρώντας τα πλατιά ουράνια ο γιος τ' Ατρέα «Άκου με, Δία, πρώτα εσύ, των αθανάτων όλων τρανότατε πρωταρχηγέ, κι' άκου με, Γη κι' εσύ Ήλιε, κι' οι Γδίκισσες που τιμωρούν τους ψέφτορκους στον Άδη· 260 παίρνω όρκο, εγώ δεν άγγιξα ποτές τη Βρισοπούλα μήτε ζητώντας αγκαλιά μήτε δουλιά καμμιά άλλη, Μον τιμημένα κάθουνταν μες στην καλύβα πάντα.

Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη. Μον έννια σου! κι' άλλη φορά σε βρίσκω εγώ, και τότες 365 σε ξεμπερδέβω, αν δα βπηθούς κι' εγώ έχω στα ουράνια. Τώρα θα πάρω τους λοιπούς κυνήγι, κι' όπιον πιάσωΕίπε, και τον Αγάστροφο να ξαρματώνει αρχίζει.

Και τέλος πάντων, αν κανείς δεν ευρίσκη παραδείγματα επί της γης και αναγκάζεται να στρέφεται προς τα ουράνια, ολιγώτερον δύναται να κατηγορηθή δι' ασέβειαν• αλλά ενώ ηδύνασο να εύρης επί της γης τόσα γυναικεία κάλλη, χωρίς ανάγκην ετόλμησες να την παραβάλης προς την Αφροδίτην και την Ήραν.

«Χίλια δυο πράμματα, γεμάτα γλυκές αναμνήσες του παιδιακίσιου μου καιρού, σαν αφροστεφανωμένες εικόνες, ζωγραφισμένες με ουράνια χρώματα, φανίζονταν μπροστά μου κι' άρχισαν να καταπραΰνουν την ανυπομονησία μου. Εδώ έβλεπα τον εαυτό μου μικρό παιδί, να τρέχω ξυπόλυτο και στο τρέξιμο να μου μπη στο ποδάρι ένα φοβερό παλιουρίσιο αγκάθι.

Βαριέμαι να γυρέβω. Και με το συμπάθειο, θαρρώ πως η αρρώστια μου είναι κ' η δική σας αρρώστια. Σα δε γράφετε τη δημοτική, σα γράφετε τη μισή γλώσσα, δε θα πη διόλου πως η φαντασία σας συνεπαίρνει, πως η ποίηση σας τραβά στα ουράνια, θα πη πως ραχατέβετε και πως σας τρόμαξε η δουλειά.

Αν οπόταν παιθαίνη Πονηρός βασιλεύς Έσβυν' η νύκτα έν άστρον, Ήθελον μείνει ολίγα Ουράνια φώτα. Το χέρι οπού προσφέρετε Ως προστασίας σημείον Εις ξένον έθνος, έπνιξε Και πνίγει τους λαούς σας, Πάλαι, και ακόμα. Πόσοι πατέρες δίδουσιν, Όχι ψωμί, φιλήματατα πεινασμένα τέκνα τους, Εν ώ λάμπουντα χείλη σας Χρυσά ποτήρια!

Κι' έκραξε αφτού τη σεβαστή γιριά του και της είπε. «Γυναίκα, εδώ 'ρθε του Διός μηνήτρα οχ τα ουράνια, και μούπε πως στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να πάω το λατρεφτό μας γιο να ξαγοράσω ο ίδιος 195 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος τους είπεν Οδυσσέας· «Σκυλιά, σεις επιστεύετε πως δεν θα γύρω πλέον 35 από την Τροία, και άπονα μου τρώγετε το σπίτι, φιλούσετε αναγκαστικά ταις δούλαις, κ', ενώ ζούσα, άνομα της συντρόφου μου σεις γείνετε μνηστήρες, και ούτε θεοί, 'που κατοικούν τα ουράνια σας φοβίζαν, ούτε θνητών εκδίκησις μην έλθη αδικημένων· 40 τώρα το δίκτ' έχει απλωθή του ολέθρου ολόγυρά σας».