United States or Svalbard and Jan Mayen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άφησε την ανόητον επιθυμίαν να εξετάζης τα ουράνια φαινόμενα και να ζητής την αρχήν και τον σκοπόν των όντων και των πραγμάτων περιφρονών δε τους σοφούς τούτους συλλογισμούς, και θεωρών τα τοιαύτα μωρολογίαν, τούτο μόνον να επιδιώξης με πάντα τρόπον ν' απολαύσης το παρόν, να περάσης δε το μεγαλείτερον μέρος της ζωής σου μ' ευθυμίαν και εις τίποτε να μη αποδίδης σπουδαιότητα.

Κι' αν ίσως κάποτε έκανε ν' αντισταθεί ζητώντας 265 μια και καλή να φωτιστεί, τάχα μπροστά τον έχουν όλοι οι θεοί που κατοικούν τα φωτισμένα ουράνια, πάντα άγρια του πελάγωνε νεροσυρμή τους ώμους. Κι' αφτός καρδοστενόχωρος πηδούσε, μα το ρέμα 270 πλάκωνε φρένιο κι' έσκαβε το χώμα που πατούσε.

Τρεμούλα πήρε και τα διο στρατέματα απ' το φόβο· τόσο ξεφώνισε ο θεός που φόνους δε χορταίνει. Πώς σκοτεινή στα σύγνεφα σηκώνεται μαβρίλα σαν πιάνει κακοφύσητος αγέρας με την κάψα, 865 τέτιος κοντά στα σύγνεφα κι' ο Άρης στο Διομήδη φαινότανε όταν στα φαρδιά πετούσε απάνου ουράνια.

Ελεύθερα, αχαλίνωτα Μέσα εις τα αμπέλια τρέχουν Τ' άλογα, και εις την ράχην του Το πνεύμα των ανέμων Κάθεται μόνον. Εις τον αιγιαλόν Από τα ουράνια σύγνεφα Αφόβως καταιβαίνουν Κραυγάζοντες οι γλάροι Και τα γεράκια. Βαθυά εις την άμμον βλέπω Χαραγμένα πατήματα Ζώντων παιδιών και ανθρώπων· Όμως πού είνε οι άνθρωποι, Πού τα παιδία;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Συ, που τα πάντα δύνασαι να κρίνης, μάντι, κι όσα μπορούν να λέγωνται κι όσ’ άρρητα είναι, ω Τειρεσία, επίγεια μαζί και ουράνια, την συμφοράν που δέρνει μας αν και δεν βλέπεις, ξέρεις καλά κ’ αισθάνεσαι° μονάχα εσένα, άναξ, προστάτη ευρίσκομε στη δυστυχία.

Σήμερα γεννήθηκε ένας άντρας λαμπρός, που θα γενεί ολωνών των Αργιτώνε αφέντης, γιος του Στενέλου, να ο Βρυστιάς απ' του Περσιά το γένος, αίμα δικό σου· πρέπει του να βασιλέβει στ' Άργος. Είπε, και λύπη φλογερή βαθιά του καίει τα σπλάχνα, 125 κι' αρπάζει αμέσως τη Λωλιά οχ τις σγουρές πλεξούδες, μέσα απ' το πάθος βράζοντας, και βαριορκίστηκ' όρκο το πως ποτές στον Έλυμπο, ποτές στ' αστρένια ουράνια δε θα πατήσει πια η Λωλιά π' όλους λωλαίνει πάντα.

Ώστε ευρίσκετο εκεί η άτιμος Ποππέα, ήτις είχε παρορμήσει τον Καίσαρα να δολοφονήση την μητέρα του και την σύζυγόν του, η Ποππέα, της οποίας ανέτρεπον τα αγάλματα την νύκτα εις όλην την Ρώμην, και την οποίαν ύβριζον εις όλους τους τοίχους δι' επιγραφών. Η Λίγεια ουδέποτε είχε φαντασθή ότι τα ουράνια πνεύματα θα είχον προικισθή με γλυκυτέραν καλλονήν,

Κλάφτηκε τότες τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, μα θεό δεν έχει να με σώσει οχ το ποτάμι τώρα εδώ; Στερνά ότι πάθω ας πάθω. Μα δε μου φταίει άλλος κανείς θεός απ' τα ουράνια, 275 παρά μου φταίει η μάννα μου που με γελούσε η έρμα, και μούπε, κάτου απ' το τειχί των ασπιστάδων Τρώων πως τάχα από φοιβόσταλτες θα σκοτωθώ σαΐτες. Ας μ' είχε αχσφάξει ο Έχτορας, το πρώτο εδώ κοντάρι!