Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
«Ω, πατρίς, την εκούσιον «Δέξου θυσίαν».... — Αστράπτει. — Σεισμός πολέμου ακούεται. Υπό τύμβον υψήνορα Ήρωος κοιμώνται. Επί το μέγα ερείπιον Η Ελευθερία ολόρθη Προσφέρει δύο στεφάνους· Έν από γήινα φύλλα, Κ' άλλον απ' άστρα. Στροφή Α Χλωρά, μοσχοβολούντα Νησία του Αιγαίου πελάγους, Ευτυχισμένα χώματα Όπου η χαρά κ' η ειρήνη Πάντα εκατοίκουν.
Έβγαλε μια φωνή κι άρπαξε από τα χέρια της Ασημίνας την εικόνα. Εκείνη τινάχτηκε ολόρθη μ' ένα φυσομάνημα σα λάμια. — Μη την σκίζετε, κυρία, να ζη ο αφέντης. Δεν είχε τέτοια σκέψη η κυρία Μαχαλά· μα η Ασημίνα της την έδωκε.
Είδες το λαγουδάκι πώς τρέμει και σπαρταρά κάτου από το χνώτο του λαγωνικού; Έτσι έμοιαζε η Ελπίδα που ένοιωθε κοντά της το Δημητράκη. Άξαφνα όμως αντρειεύτηκε· έσεισε πεισματικά το κορμί και τινάχτηκε ολόρθη, στυλώνοντας απάνου του μάτια αυστηρά και παραπονιάρικα. Ο νέος αιστάνθηκε τη ματιά εκείνη σαν δάκρυ αρμυρό και πικρό στα φυλλοκάρδια του.
Και ή μ' έχεις κράξει ή σ' έχω κράξει, και ή μ' έχεις φέρει ή σ' έχω φέρει —είναι φτερά που πάει το αέρι, φύλλα που ο άνεμος θ' αρπάξη— ήρθα· δεν τίναξαν τα φύλλα, ολόρθη στέκοσουν μονάχη· κρεμόντανε στους κλώνους μήλα, νερό συντρίβονταν στα βράχη κι είχες τα πόδια σου λουσμένα κι ως να πατούσες ήσουν κρίνα, τα χέρια σου μπροστά ριγμένα σα λευκά κρίνα ήταν κι εκείνα και σα φτερά και είχαν απλώσει στον ήλιο που είχε πέρα δώσει.
Κι ανάρια τα κουδούνια τους ακούονται στη ράχη· ολόηχα εδώ, κομμένα εκεί, βραχνόφωνα άλλα ηχούν, λες σήμαντρα πολύλαλα και κρέμονται στα βράχη κι οι αχοί τους φεύγουνε ψηλά κι ανάεροι ξεψυχούν. Και το αεράκι ανάλαφρα τα πεύκα αργοαναδεύει και ισκιώνουν κι όλο ισκιώνουνε τα πλάγια χαμηλά, και μια κατσίκα απ τις πολλές παράμερα αλαργεύει και πάει και ολόρθη στέκεται σε μια κορφή ψηλά.
Ψηλά στην πρασινοστόλιστη ταράτσα ολόρθη, αχνή και λυπημένη στέκεται η κόρη σαν ολοζώντανο μάρμαρο του Παράπονου, με καρφωμένα τα ματάκια της απάνω του.
Κι ακίνητη, σα χάλκινη στημένη εκεί, καρφώνει ασάλευτο το βλέμμα της σαν προς τον ουρανό, όθε το βράδυ πιο χλομά τα γιούλια του όλο απλώνει κι όλο πιο αχνά τα ρόδα του σκορπίζει στο βουνό. Κι είναι, καθώς εκεί θωρεί, σαν κάτι να κοιτάζη, κάτι στα μάκρη αλαργινό που δε θωρείς εσύ· κι ολόρθη πάντα στέκεται—και το βουνό χλομιάζει· μια λάμψη μόνο την κορφή τώρα φωτά χρυσή.
Και καθώς το κύτταζαν ακόμα, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες το φεγγάρι-Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «Αχ !» και πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι. . . . Γύρισ' η Λιόλια να μπη στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο : το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι.
Ολόρθη σηκώθηκε η Θεοδώρα μπροστά στο βασιλέα, μέσα στο συβούλιο εκείνο, και του είπε «Σε τέτοια μεγάλη συφορά δεν της πέφτει ίσως λόγος μιας γυναίκας. Ίσως εκείνοι που τα μεγαλήτερά τους συφέροντα είναι μέσα στους κιδύνους έχουν το δικαίωμα να βρίσκουν και τον τρόπο να τους πολεμούν. Αυτή τη φορά όμως ο φυσικός αυτός δρόμος δε μου φαίνεται ο σωστός, κι α μας γλυτώση ακόμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν