United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρουμε όμως πως ψαλίδισε αλύπητα τα φτερά τους όταν τους έκοψε προνόμια και μιστούς, και ξανάστησε το νόμο που απαγόρευε ετερόδοξους να παίρνουν πολιτικά αξιώματα.

Μα τους απαγόρευε και την καλλιτεχνία. Του κάκου διαμαρτυρήθηκε ο Μεγάλος ο Γρηγόριος σ' έναν από τους «Στηλιτευτικούς» του. Αντίς να καλλιτερεύη με τον καιρό, χεροτέρευε· κέρδιζε ο φανατισμός κ' έχανε η φιλοσοφία. Κατάντησε τέλος να βάλη νόμο που ανάγκαζε τους Χριστιανούς να πλερώσουν αποζημίωση για όσους ναούς χαλάσανε στον καιρό του Κωσταντίου ή και πριν ακόμα.

Είναι έξη μήνες τώρα, που βαστάει αυτή η σύμβαση· αλλ' όχι και χωρίς καυγάδες, γιατί συχνά δε μπορούνε να ορίσουν, αν η νύχτα του Σαββάτου ανήκει στον παλαιό η στο νέο νόμο! Όσο για μένα αντιστάθηκα ως τώρα και στους δυο· και νομίζω πως γι' αυτό το λόγο με αγαπούνε πάντα.

Μπροστά σ' όλους, στην πόρτα του μοναστηριού, σύμφωνα με το νόμο της Αγίας Εκκλησίας, ο Τριστάνος παίρνει γυναίκα την Ιζόλδη με τα λευκά χέρια. Μεγαλοπρεπείς ήταν οι γάμοι και πλούσιοι.

-Ένας πιστός σε νόμο πιο μεγάλο, σε δύναμη στον κόσμο πιο τρανή.» -Εδώ ο τόπος δεν 'ξέρει νόμον άλλο παρά του βασιλιά την προσταγή», είπε ο άρχοντας, «κι αυτή είναι » Στο νόημά του ο νέος κλείστηκε μέσα στα σπαθιά· οι συναγμένοι πριν ολόγυρά του μέσα στο πλήθος σκόρπισαν γοργά.

ΠΥΘΙΑ Παιδί, κρατήσου! του χρησμού τον τρίποδα έχω αφήση και βγήκα απ' το ναό εγώ, του Φοίβου η προφήτις, που εμένα με διαλέξανε απ' της Δελφίδες όλες, τον νόμο τον πανάρχαιο του Τρίποδος να σώσω. ΙΩΝ Χαίρε, μητέρα φίλη μου, που δεν μ' έχεις γεννήση. ΠΥΘΙΑ κι' όμως μητέρα λέγε με, μ' αρέσει αυτός ο λόγος. ΙΩΝ Να με σκοτώση θέλησετο ξέρεις συ;—με δόλο!

Τάβλεπες τα καημένα τα παραβλάσταρα κι ανάβλεπαν τρυφερά κι ολόχυμα, σα να το είχε βάλει πείσμα η φύση να τη σκεπάση την ανθρώπινη τη βαρβαρωσύνη. Γης Μαδιάμ ο Παράδεισος εκείνος! Κ' οι κάτοικοί του, οι αγγελόκορμοι εκείνοι οι λεβέντηδες, δίχως νόμο, δίχως τρόπο, δίχως Κυβέρνηση, κι ως τόσο ησυχία παντού, παντού ειρήνη κι απαντεχιά.

Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πηδάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαρειά η καλογερική, έλεγε κάποτε στους δικούς του, μα κι' ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλη να ζήση με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθή σ' αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν' αυτός που ζη σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας.

Για ν' ακουμπήσης, Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής. Στης τόσαις χάρες, Στα σπλαχνικά της Λόγια γλυκά της Πλιο δεν αργώ. Φτερά μου απλόνω, Σ' αυτή ζυγόνω Πολύ γοργό. Και στο χρυσό της Πετώ χεράκι Και στο κλουβάκι, Προμιού να μπω, Τα ζαχαρένια, Τα κουραλλένια Χείλια τζιμπώ. Αγάπη μου πολύτιμη τα λόγια σου έχω νόμο. Το λόγο, που μ' επρόσταξες τον έβαλα σε δρόμο.

ΝΕΑΝΙΑΣ Στο Δία τον Σωτήρα, κορίτσι μου γλυκύτατο, κάμε μ' αυτήν τη χάρι, και γλύτωσέ με απ' αυτό το γέρικο κουφάρι, κ' εγώ, για τούτο το καλό, θα σου προσφέρω πάλι σε μια ολόκληρη βραδειά χάρι παχειά, μεγάλη! Β'ΓΡΑΥΣ Μωρή εσύ•! που τον τραβάς αυτόν από τον δρόμο, και παραβαίνεις φανερά τον ψηφισμένο νόμο, ενώ είνε γραμμένα προτήτεραεμένα να ρθεί και να πλακώση;