Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
— Τι κουτοκουβεντιάζεις, ωρ' αγριόγιδο; . . . Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτό πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας: — Ωρέ, σεις με περιγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.
— Όχι, δε δείλιασα· διαμαρτυρήθηκε αμέσως εκείνος. Στη ζωή μας, Ελπίδα· ούτε δείλιασα ούτε κουράστηκα. Θα ήταν ντροπή μου στην ηλικία μου. Μα σκέφτουμαι· κι αυτό το αξετίμωτο δώρο μου τώκαμες εσύ όπως και τόσα άλλα· εσύ αγαπημένη. Και βρίσκω πως ο αγώνας είνε μακρύς κ' η ζωή μας λίγη. Τ' είνε μια ζωή για τόσο μεγάλο σκοπό; Εγώ θ' αγωνιστώ, ναι· μα φοβάμαι, Ελπίδα, φοβάμαι.
— Τι κουτοκουβεντιάζεις, ώρ' αγριόγιδο;... Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτο πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας : — Ωρέ, σεις με περγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.
Φέρνοντας στη μνήμη της όλα αυτά τα ευχάριστα πράγματα της ερχόταν να κλάψει, αλλά δάγκωνε τα χείλη της γιατί ένοιωθε ντροπή απέναντι στον εαυτό της για την αδυναμία της.
Γεώργιος Μεμιδώφ ο πατέρας, ιδιοκτήτης κτημάτων, κληρονόμος μεγάλης περιουσίας, τραπεζίτης, αλλά και σπάταλος και ακατάστατος τόσον, ώστε σήμερα να ευρίσκεται εις την ανάγκην να χρυσώση της ωραίες αυτές φίρμες της υψηλής καταγωγής του με το πρηγκιπικό χρυσάφι της κ. Πετρώφ. Επί τέλους αυτά είναι ντροπή σου να τα επαναλαμβάνης! Είναι ντροπή σου, ακούς. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Σιώπησε. Πήγαινε.
Πώς την κατάφερε τη θεια Ελέγκω κι άφησε τη Λιόλια ; Της είπε πως θα την πάρη γυναίκα του; ή θέλησε το κορίτσι για να πάη μαζί του; Σαν ακούστηκε στη γειτονειά πως ξαναήρθε η Λιόλια στο σπίτι του χηρευάμενου απάνω στα εννιάμερα της σχωρεμένης! βγήκαν οι γυναίκες στις πόρτες τους απ’ αγνάντια και με τα δυο τους τα χέρια τραβούσαν τα μάγουλά τους κάτω απ’ τη ντροπή τους. . . Οι Χαρζανοπουλίνες αμπαρώθηκανε μην τους χυθούν τα μάτια που θε νάβλεπαν τη μουντζούρα πλάι τους. . . Η Ευρυδίκη έστριφε ολόγυρα της σαν το φίδι που κυνηγάει την ουρά του. . . Μόνο η πονόψυχη η Κυρά Γιώργαινα ερχότανε να δη τη Λιόλια κ’ η θεια Ελέγκω-μα σπάνια κι αυτή.
Με μεγάλη βουή μαζεύονται: όλοι κλαίνε εκτός από τον νάνο του Τινταγκέλ. Τότε ο Βασιληάς τους μίλησε έτσι: «Άρχοντες, αυτή η πυρά είναι για τον Τριστάνο και τη Βασίλισσα, γιατί εγκλημάτησαν». Όλοι φώναξαν: «Δίκη, Βασιληά. Να γίνη δίκη πρώτα. Είναι ντροπή και κρίμα, να τους σκοτώσουμε χωρίς δίκη. Βασιληά, αναβολή και έλεος γι' αυτούς!»
Μα ένα δέντρο εκεί του νερού πλάσμα, θρέμα του άμμου και να κάνη τόσα θαύματα! Μπα, ντροπή μας! Έβλεπα τους άντρες όλους λεβεντοθρεμένους και όμως να μιλούν γι' αυτό με τόση ευλάβεια σαν να εμιλούσαν για το Τρισυπόστατο. Τι διάβολο!
Ντυμένοι την από πετσί λύκου προβιά του Pierre Vidal φεύγομε μπροστά στα λαγωνικά, και μες στην πανοπλία του Lancelot πηδάμε από της Βασίλισσας το Άλσος 'πάνω στο άλογο. Εψιθυρίσαμε τον έρωτά μας τον μυστικό κάτω από την κουκούλα του Abelard, και κάτω από τη λευκασμένη φορεσιά του Villon τραγουδήσαμε τη ντροπή μας.
— Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι. — Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν