Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Ο Έφις ένοιωσε πόνο στην καρδιά αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει. Είπε μόνο: «Τζατσιντί, το ’χεις ρίξει έξω, μου φαίνεται!» «Τι να κάνω; Να πάω να κρεμαστώ;»
Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.
Και ποιος τον ξεπερνούσε τον Πανάγο στην αρχοντιά και στη λεβεντιά; Καμώνουνταν τον κουτό ο γνωστικός ο Πανάγος, είνε αλήθεια. Μα δεν μπορούσε και να μην τα βλέπη, να μην τα νοιώθη. Κ' έτσι ήρθε ώρα και πλημμύρισαν την καρδιά του, και ξεχείλισαν, κ' έπνιξαν το λογισμό του οι μελετημένες εκείνες οι μαριολιές της.
Ξεκίνησε Παυλής και νωνός από το σπίτι πρωί πρωί, πρι να πλακώση το κάμα. Περπατάμενοι κ' οι δυο τους. Ένα ζεμπίλι σε ραβδί περασμένο, μια ο ένας στον ώμο του μια ο άλλος, και πηγαίνανε. Δεν μπορούσε ως τότε ο Παυλής να καλοκαθίση και πολλήν ώρα· κάθε λίγο και κοίταζε κατά τόμορφο το χωριό, ρωτώντας το νωνό του πόσους γύρους ακόμα κάμνει ο δρόμος κι από που θα πρωτοφανούνε τα σπίτια.
Μπορούσαν όμως, αν ήθελαν, να το ψηλώσουν και να το μεγαλώσουν με τον καιρό. Ο γέρος γεννήθηκε σε καλύβι και πέθανε σε σπιτάκι. Οι γιοι από σπιτάκι ας το κάμουν σπίταρο, παλάτι! Αν και ήξερε καλά πως δεν ήταν ακόμα καιρός για τέτοιες πολυτέλειες. Το σπιτάκι μπορούσε να τους θρέψη και να τους μεγαλώση μια χαρά.
Γιατί μέσα στα ογδόντα χρόνια της η Δροσούλα δεν είδε μια καλήν ημέρα. Κι' αν είδε καμμιά, την εξέχασε. Δεν γνώρισε ποτέ της καλό, ούτε από αγίους ούτε από ανθρώπους. Γιατί; Κι' αυτή δεν μπορούσε να καταλάβη. Με τα τουλούμια έκαψε το λάδι στους αγίους και με τα καντάρια ταγιοκέρια. Και στους ανθρώπους ήτανε πάντα γλυκομίλητη, καλή και πονετικιά. Γι' αυτό δεν μπορούσε να καταλάβη την έχθρα τους.
Ως είδεν ο Πάπος ότι παρήλθον σαρανταοκτώ ώραι, και η βάρκα δεν εφάνη πουθενά, και οι θαλασσινοί έλεγαν, ότι δεν ηδύνατο να είνε εις την αντιπέραν ακτήν, αλλά κάπου περί την νήσον θα ευρίσκεται, και πιθανόν να φανή οσονούπω — το κακοκέφαλον παιδίον ανησύχησεν, όσον μπορούσε ν' ανησυχήση, και έφερεν όλον τον γύρον του λιμένος, κ' έφθασεν αντικρύ προς το μέρος όπου είχεν εκπλεύσει η βάρκα.
Ο καντηλανάφτης με πήγε σ' ένα τζαμί εκεί κοντά, που φαίνονται ακόμη μερικά ψηφιδωτά χριστιανικά στο ταβάνι, αλλ' ο χότζας είχε φύγει και κανείς άλλος δεν μπορούσε ν' ανοίξει την πόρτα της παλιάς εκκλησίας. Ακούω φωνές, και τρέχει ο κόσμος, σωρός, παιδιά και άνδρες Τούρκοι. Λέγει ο καντηλανάφτης: «Πυρκαϊά».
Και θυμήσου, παρθένα, ότι σε ανάθρεψε προβατίνα, μα κι' ότι είσαι όμορφη. Δεν περίμενε πια η Χλόη, αλλά επειδή από τη μια εχάρηκε για τον έπαινο κ' επειδή από την άλλη επιθυμούσε από καιρό να φιλήση το Δάφνη, αφού επετάχτηκε επάνω τον εφίλησε· κ' ήτανε το φιλί της φυσικό κι άτεχνο· μα μπορούσε ν' ανάψη παραπολύ την ψυχή.
Μια φορά που ο Μόχογλους τούπε να γίνη Τούρκος, πώς μπορούσε να παρακούση; Η τιμωρία του θα ήτο θάνατος, αφού και χωρίς αιτία σκότωνε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν