United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάνω από το μαύρο φόρεμα, που φορούσε πάντα τώρα, είχε ριγμένο ένα ανοιχτόχρωμο επανωφόρι και το παράθυρο είταν ανοιχτό. Έσκυβε κάτω κ' ένευε ανυπόμονη γιατί δεν την παρατήρησα αμέσως κ' έτρεμε από συγκίνηση για τη χαρά, που θα ένοιωθα βλέποντάς την πως σηκώθηκε και πως μπορούσε να περπατή μόνη.

Συχνά μου έλεγε ο μακαρίτης πως ήταν τεμπέλης και γλωσσάς. Απ' αυτά τα δύο ελαττώματα δεν μπορούσε να προκόψη. Τώρα η «αλήθεια» μαζί με την τεμπελιά και τη γλωσσιά, τι χωριό έκαναν μέσα του, αυτός το ξέρει μονάχα. Φαίνεται όμως πως δεν ταίριαζαν πολύ καλά.

Ήθελε να της είπη, κλαίων και αυτός, ότι θαρρώσταινεν, όχι από τους κόπους, αλλ' από την ανυπομονησίαν της αγάπης του, ότι δεν μπορούσε πλέον να ζη ούτε στιγμήν χωρίς να την βλέπη, ότι η ζωή του χωρίς αυτήν ήτο μαρτύριον και τα τοιαύτα.

Βγήκαν στη μικρή αυλή, κάθισαν στο σκαλοπάτι και ο Τζατσίντο έκλεισε την πορτούλα πίσω του, σαν να ήθελε να εμποδίσει το φως και τη φωτιά να ακούσουν. Ο Έφις έψαχνε τις λέξεις για να βγάλει από μέσα από την καρδιά του το θλιβερό μυστικό. Α, του φαινόταν τόσο μεγάλο και βαρύ που δεν μπορούσε να το εξωτερικεύσει όλο: κομμάτι κομμάτι, ίσως, ναι, ματώνοντας.

Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν.

Έλεγαν πως είτανε μάγος, γιατί είχε πάντοτε στην τζέπη του ένα γυαλί, μα την αλήθεια! ένα παράξενο γυαλί, χοντρό στη μέση και στις άκρες ψιλό, ξεστρογγυλωμένο με τέχνη, λαμπερό και πολυδουλεμένο. Ο μάγος με το γυαλί του προσπαθούσε να διή τους μικροπολίτες. Έβαζε το γυαλί και δος του κοίταζε όσο μπορούσε. Αχ! τι παράδοξο πράμα που ακουλούθησε τότες! Τι πρωτάκουστο ιστορικό!

Πώς μπορούσα να πω όχι; Εσύ δεν ήξερες τίποτακατέληξε ξαναρχίζοντας το γνέσιμο. Ο Έφις ένοιωσε ταπεινωμένος. Θυμόταν ότι η ντόνα Έστερ είχε γράψει κρυφά στον Τζατσίντο να έρθει∙ κρυφά μπορούσε να υπογράψει και τη συναλλαγματική.

Αχ! είπε ο Αγαθούλης· αν ήταν εδώ ο Παγγλώσσης, θα τόξερε και θα μας το μάθαινε. Δεν ξέρω με ποια ζυγαριά ο Παγγλώσσης σας μπορούσε να ζυγιάζη τα δυστυχήματα των ανθρώπων να εχτιμά τις λύπες τους. Ό,τι πιστεύω είναι, πως υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι πάνω στη γη πιο αξιολύπητοι από το βασιλιά Εδουάρδο, τον αυτοκράτορα Ιβάν και το σουλτάνο Αχμέτ. — Αυτό είναι πολύ πιθανό, είπε ο Αγαθούλης.

Όπου πήγαινε, από πίσω του. Στη Ρωσσία ο πατέρας μου, πίσω του κι' αυτός. Στην Περσία ο πατέρας μου, από κοντά κι' αυτός. Πίσω στην Ελλάδα εκείνος, πίσω πάλι κι' αυτός. Κι' από κάθε τόπο πούφευγε, μαύρη πέτρα πίσω του. Όλοι ήταν κλέφτες, άτιμοι, κάλπηδες. Άνθρωπος που ήταν συνειθισμένος να λέη την αλήθεια, σαν κι' αυτόν, δεν μπορούσε να ζήση. Ο πατέρας μου δεν τον είχε σε πολλή υπόληψι.

Έθνος Ελληνικό μ' εθνικές ιδέες και μ' εθνικούς σκοπούς σε τέτοια βάση απάνω να ξανασταθή δεν μπορούσε. Η σωστή η βάση βρέθηκε λίγο αργότερα.