Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Μόνε ξέρω κι' απεικάζω, Πως με δίκιο ανησυχάζω. Γιατί οι αθρώποι εσάς σας έχουν, 1135 Στης δουλιαίς τους να προσέχουν, Και στη ράχη σας να φέρουν Όσα βάρη μεταφέρουν. Κι' ο αφέντης που σ' ορίζει, 1140 Αφορμής και σε γνωρίζει, Σαν οκνόν και ακαμάτη, Σε ραβδίζει από κομμάτι· Όθεν είσαι αναγκασμένος, Σα σε ταύτα μαθημένος, Να περνάς σε ησυχία 1145 Δίχως άλλη σου υποψία.
— Κάθε ένας με την ιδέαν του γυναίκα. Εσύ προτήτερα για τον σκοπόν σου το εύρισκες ολίγο το χιόνι, εγώ τώρα για τον σκοπό μου το βρίσκω πολύ. Πάνε, κακομοίρα, η εληαίς, πάνε! Είπεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και ροφήσας μια, κατέβασεν ως την μέσην την μποτιλίτσα, υπολογίζων ότι είχεν ανάγκην ικανού θερμογόνου. — Δεν βλέπεις, πώς τρέχει ο κόσμος πρωί πρωί, μόνε θέλεις ν' αφήσουμε τα χτήματά μας;
Πήγε τότες κ' η δύστυχη η Νίσιβη, που στέκουνταν προπύργιο κάθε φορά που πλάκωναν Ασιανοί προς τα δυτικά. Και δεν τούμεινε πια θάρρος μήτε να νοιαστή για την πόρεψη του στρατού του, μόνε τους άφησε απρομήθευτους, και καταντήσανε για είκοσι λίτρες θροφή να πλερώνουνε δέκα χρυσά νομίσματα, κ' ύστερα να σφάζουν και τάλογά τους και να τα τρώνε.
ΙΑΤ. Χαιρόμενες εβίβα σας· περαστικά τ' αρρώστου, αν θέλη τίποτες φαγί, τη σούπα μόνε δος του, διέτα, νηστείγια φοβερή, τίποτες να μη φάγη, γιατί αν δεν προφυλακτή στον άδη θε να πάγη, κρομύδια π' ουν μαλαχτικά, πράσα καλά βρασμένα, δόστε του το ζουμάκι τους· καλά ν' αν σουρομένα, χαιράμεναις έχετε για. Αύριο πάλ' ερχέμε. ΓΑΡ. Να ζήσης να σ' εχέμε. Κανέλα και Γαρούφω
Και μόλις επήρε τις τρεις χιλιάδες δεν αργοπορούσε, μόνε σαν να ήταν ο πιο πλούσιος όχι μονάχα από τους ζευγολάτες του τόπου του παρά κι από όλους τους ανθρώπους, πηγαίνει αμέσως στη Χλόη και της διηγιέται τ' όνειρο, της δείχνει το πουγγί και την παρακαλάει να προσέχη τα κοπάδια, ως που να γυρίση· ύστερα τρέχει γλήγορα στο Δρύαντα και βρίσκοντάς τονε ν' αλωνίζη λίγο σιτάρι με τη Νάπη, του μιλάει με πολύ θάρρος για το γάμο: — Δος μου τη Χλόη γυναίκα.
Μόνε σα φτάσω μια φορά ως στα γοργά καράβια, 180 το νου σας! έχετε έτοιμη φωτιά, κι' εγώ τους κάνω στάχτη τα πλοία, κι' όλους τους σα γίδια τους παστρέβω.» 182
Τώρα, το παιδί αυτό, κινδυνεύει, δεν είναι καλά . . . Τους είπα, εγώ θα τρέξω κάτω στη χώρα, να πω του παπά, αν θέλη νάρθη, και σεις σαν ιδήτε πως δεν πάει το παιδί καλά, κι' αργώ εγώ να γυρίσω, τότε να το βουτήξετε σε μια λεκάνη με χλιο νερό τρεις φορές, και να πήτε «στ' όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος» . . . Είπα μια να πάρω το παιδί, να το τυλίξω καλά, και να σου το φέρω να το βαφτίσης, παπά μου . . . μόνε φοβήθηκα μην τελειώση στο δρόμο το παιδί, και πάη αβάφτιστο, και τότε θα το είχα στο λαιμό μου . . . Έτσι, απεφάσισα να 'ρθώ να σου πω, κι' όπως πης η Αγιωσύνη σου, έτσι να γείνη . . . Έφερα και το γαϊδουράκι μαζί, μην τυχόν θέλης για τα ιερά σου, και για καβάλλα.
Όποιος επιθυμάει το καλό του Γένου του, αποκρίθηκε ο Γέροντας, κάνει το χρέος τον, μόνε σαν είν' άξιος να το ευεργετήση· εγώ δε βλέπω σ' αυτήν την περίστασιν καμμιά δυσκολία. Και μολοντούτο, είπε ο Λογιότατος, είναι η μεγαλήτερη σ' εμάς.
Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Καλέ, τι κάθεσαι και λες, γιε φοβερέ του Κρόνου; Και τόσο δα δε σ' αρωτώ, δε σε ζαλίζω ως τώρα, μόνε ότι θέλεις, ήσυχος μπορείς και συλλογιέσαι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν