Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Στα γεννάκια σου όσαις τρίχες Τόση γνώσι, Τράγε, αν είχες, Πριν εμπής θα συλλογιόσουν, 745 Πώς απαύτου θα τραβιόσουν. Σε κάθ' έργο και δουλιά σου, Που θελά καταπιαστής, Μη ποτέ αρχινάς 'με βιά σου, Πριν το τέλος στοχαστής. 750 Όλοι εύκολο, θαρρούμε Κάθε είδος στην αρχή, Μόνε ύστερα απαντούμε Δυσκολίας ταραχή.
Λοιπόν μήτε τη Μέθυμνα θα ιδήτε με τέτοια πλιάτσικα πηγαίνοντας εκεί, μήτε θα γλυτώσετε από τούτο το σουραύλι, που σας ετρόμαξε, μόνε θα σας κάνω θροφή των ψαριών, αφού σας βουλιάξω, ανίσως και δε γυρίσης πίσω στις Νύμφες όσο μπορείς γληγορότερα και τη Χλόη και τα κοπάδια της Χλόης και τα γίδια και τα πρόβατα. Σήκω λοιπόν και βγάλε στη στεριά την κόρη μαζί με όσα είπα.
Δηγάται εφτά χρονών πολέμους κι άλλα αξιοσημείωτα στα χρόνια εκείνα. Χριστιανός κι αυτός, και καλλίτερος χριστιανός από τον Προκόπιο, αφού δε συνήθιζε να τα φορτώνη της τύχης μόνε στο θέλημα του Θεού, ή και στην οργή του αν είτανε μεγάλα δεινά. Τανθρώπινα πάλι έργα ταπόδινε όλα στην ανθρώπινη θέληση κι όχι στο « πεπρωμένο ». Κατά το ύφος όμως αγαπούσε να μιμάται τον Προκόπιο, και με το παραπάνω.
Κ' επειδή μας έμεινε αυτός ο διάλογος, αξίζει να μεταφέρουμε μερικά του κομμάτια εδώ. Θα μας δώση και κάποια ιδέα για τη γλώσσα της εποχής εκείνης. Άμα πρωτορώτηξε λοιπόν ο μαντάτορας γιατί θορυβούνε, συμμαζεύτηκαν κάπως οι Πράσινοι, κι απολογήθηκαν. — Έτη πολλά, Ιουστινιανέ Αύγουστε, του βίνκας. Αδικούμαι, μόνε αγαθέ, ου βαστάζω. Οίδεν ο Θεός. Φοβούμαι ονομάσαι...
Γεμάτος ο Αγαθίας ποιητικές εικόνες. Έγραψε μάλιστα και ποιήματα. Δικηγόρος σπούδαξε κι ο Μέναντρος· πλούσιος όμως όντας δεν πολυσκοτίστηκε, μόνε τόρριξε στο ξεφάντωμα και στα ιπποδρόμια. Και μόλις σαν απέθανε ο Αγαθίας καταπιάστηκε ιστορικές μελέτες κ' έφερε την ιστορία του ως τα 582.
Σ ύ γ κ ρ ι σ ι ς Πες μου, Μώκο, στη ζωή σου, Πώς το νιόθεις το κορμί σου, Ζωντανό κανένα πράμμα, Ή της τέχνης είσαι θιάμα; Αγαπούσα να το ξεύρω, Μόνε πώς να σου το εύρω! Δε μου λεις την απορία; -Φίλος είμαι, τι έχεις χρεία. Πέτρα είσαι; Δες κινιέσαι. Μη είσαι δέντρο; Μόνε ξιέσαι. Όρνιο τάχα; θα πετούσες. Μαϊμού; δε θα μιλούσες. Ερπετό; δεν περπατούσες. Κήτος; θέλα κολυμπούσες.
Καθώς τ' ακούν οι Ποντικοί τραβούν τα μαγουλά τους, Και ο τόπος αχολόγησε οχ τα σκουξίματά τους. 220 Πικροί και απαρηγόρητοι, σ' οργή περίσσια μπαίνουν· Μόνε δεν κάθουνται άπραχτοι, μηδέ καιρό προσμένουν. Ολημερής διορίζουνται πυκνοί διαλαλητάδες, Να κάμουν σύναξι λαού απ' όλαις της αράδαις.
Πάντα όμιος δίχως λάθος, Και σε ύψος, και σε βάθος, Σε μεγάλα σε μικρά, Τ' άλλα στόματα ομπροστά του, Ως προς τα χαρίσματά του, Μνήσκουν άλαλα, νεκρά. Είναι, είνα, αλήθια τέρας Της τωρεσινής ημέρας, Του αιώνα η στολή· Μόνε σ' ένα πράμμα σφάλλει Το αμίμητο κεφάλι, Που χοντρά παραλαλεί. Α ν ο σ τ α ν ά λ α δ ο ς Ακόμα δεν αγρήκησα τινάν να ειπή, Μια χάρι να 'χης τάχατε, σαν οι λοιποί.
Άμα πάτησε Αφρικανικό χώμα ο Βελισάριος φρόντισε να πη του στρατού του πως δεν ήρθανε να ρημάξουν τον τόπο, παρά να τονέ λευτερώσουν από τους βαρβάρους, και τους παράγγειλε να πλερώνουν ό,τι παίρνουνε. Με τον καλόν αυτόν τρόπο, απ' όσες πολιτείες περνούσανε δεν έβρισκαν εναντίωση, μόνε άνοιγαν τις πύλες τους και τους δέχουνταν.
Κι' αν θες με φλογερή φωτιά θαν τάκαιγε τα πλοία, μόνε φωτίζει η δέσποινα τον Αγαμέμνο η Ήρα να τρέξει ο ίδιος σύντομα τους άντρες να θαρρύνει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν