Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Άλλο έργο του είναι το δεύτερο και δυνατώτερο περιτείχισμα της Πρωτεύουσας , που ξεχείλιζε και πήγαινε τώρα και τα σπίτια της ξαπλώνονταν πέρ' από του Μεγάλου Κωσταντίνου τα σύνορα. Τα νέα λοιπόν αυτά τειχίσματα όχι μονάχα την καθαυτό πόλη διαφεντεύανε, σα δυνατώτερα που είτανε, μα και τις καινούριες ενορίες περιμάζευαν.
Κ' εγώ ο Συνέσιος, ο φιλόσοφος, να στέκουμαι στα τειχίσματα απάνω!» Κι όχι μονάχα στα τειχίσματα παραστεκότανε, μα και καβαλλάρης έβγαινε ο Κυρηναίος ο Παπαφλέσσας, ναγναντεύη του εχτρού τα κατατόπια. Ως και πολεμικές μηχανές αγωνιζότανε να σοφιστή με τις επιστήμες που γνώριζε από τη νιότη του.
Κι' όσα θεριά τον έβλεπαν του κυνηγιού, κι' αγρίμια, Απ' την πολλή τη λάμψι του και το βαρύ το βρόντο Τρομάζανε κι ολόφοβα κρύβονταν 'ςταίς σπηλιαίς των, Και μοναχά 'σάν πήρανε μέσ' 'ςτά ζερβά τ' απόσκια Ένα ζαρκάδι εσκότωσε σε κρουσταλλένιο αυλάκι.... Του Κόσμου η άκρη ήταν εκεί και τα στερνά βουννά του. 'Σ ένα σιαδάκι του βουνού, ανάμεσα 'ςτά δέντρα, Βρυσούλα ολόδροση έχυνε το κρύο το νερό της.
— Τα παλάγκα στο διάκι γλήγορα, είπε ο λοστρόμος. Αρπάξανε αμέσως τα παλάγκα με τον Φλώκο και τάβαλαν στη θέσι τους. Δόξα σοι ο Θεός! Μια στιγμή έμεινε μονάχα ακυβέρνητο το καράβι και καθώς έπαιζε το τιμόνι, το διάκι χτύπησε το λοστρόμο στην πλάτη. Πόνεσε δυνατά, κι' άρχισε να μουρμουρίζη: — Και τώρα πού να ποδίσης; Πού να ποδίσης, δε μου λες;
Όσοι ζούνε δουλεύοντας το μάρμαρο ή ζωγραφίζοντας το πανί ξέρουν από τη ζωή μια μονάχα εξαιρετική στιγμή, αιώνια πράγματι στην ομορφιά της, μα περιωρισμένη σε μια νότα πάθους ή μια διάθεση γαλήνης. Εκείνοι που τους ζωντανεύει ο ποιητής έχουν τα χίλια δυο συναισθήματά τους, της χαράς και του τρόμου, της τόλμης και της απελπισίας, της ηδονής και του πόνου.
Όχι μονάχα η ομορφιά που βλέπουν οι άνθρωποι, μα κ' εκείνη που την ακούνε· όχι απλώς η στιγμιαία χάρη της μορφής ή η περαστική χαρά του χρώματος, αλλά ολάκερος ο κύκλος του αισθήματος και της σκέψεως.
Μου φαινότουν πως έτσι μονάχα θα να 'βρεσκα λαρωμό, πως έτσι θα να γλυκοκοιμιώμουν. Κι' όσο να σκάση της χαραγής τ' άστρι στο καταρράχι του βουνού, κ' εγώ δε θυμάμαι πλια πόσα γλυκομιλήματα κρυφά ν' άλλαξα με τη δροσερή και μοσχοβολισμένη εκείνη νύχτα, σα βασίλεψε και το φεγγάρι στερνά και μας αφήκε στα σκοτεινά έτσι ολομόναχους.
Αλλά ζητώ το εξής: Να παραγγείλετε στο Βασιληά Αρθούρο να έρθη με τ' άλογό του μαζύ με τον άρχοντα Γκωβαίν, τον Ζίρφλετ, τον αυλάρχη Κε, και εκατό ιππότες ως τα σύνορα της χώρας σου, στον Άσπρο Κάμπο, στην όχθη του ποταμού που χωρίζει τα Βασίλειά σας. Θέλω κει, μπροστά σ' αυτούς να ορκιστώ, κι' όχι μοναχά μπροστά στους βαρώνους σου.
Η θεια Πασκαλιά δεν πολύπαιρνε από μαριολιές. Στα γουρουνάκια της περίφημη, καλή και για να πηγαίνη στην εκκλησιά, μα πιο μακρήτερα το μυαλό της δεν έφτανε. Κάτι άκουσε κι αυτή για το σκοτωμό του Πανάγου, μα να βάλη ο νους της δυο και δυο κοντά και να τα κάμη τέσσερα, αυτό δεν το κατάφερνε η θεια Πασκαλιά. Συλλογίστηκε μονάχα να πάη στο λείψανο, κ' έβαζε τη μαύρη της μαγουλήκα σαν έμπαινε η Ασήμω.
Τα λάφια κ' οι λαγοί δεν έρχονται να ξεδιψάσουν στη ρεματιά μεσημεριάτικα. Εδώ μονάχα το ασπρόμαλλο κοπάδι μου σβύνει τη δίψα του. Κι' αν θέλης λαγούς και λάφια, πάρε το τουφέκι σου και τράβα στη δουλειά σου. Ο κυνηγός ζύγιασε πιο σιμά της και της είπε πάλι: — Εγώ κι' αν είμαι κυνηγός δεν κυνηγώ λαγούς και λάφια. Κ' εκεί που το ασπρόμαλλο κοπάδι σβύνει τη δίψα του, θέλω κ' εγώ να ξεδιψάσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν