Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Η κράσις τέλος των καλογήρων εκείνων ήτο τοσούτω ρωμαλέα, ώστε οι πλειότεροι αυτών απέθνησκον όρθιοι, ως οι Ρώσσοι στρατιώται, τους οποίους πρέπει, λέγουσι, να ωθήση τις μετά θάνατον, ίνα καταπέσωσιν. Ποιμήν της κουκουλοφόρου ταύτης αγέλης ήτο τότε ο κλεινός Άγιος Ραβάνος ο Μαύρος, του οποίου η μνήμη παρείχε πλείονα συρτάρια αφ' όσα εργαστήριον φαρμακοπώλου.

Ο ολέθριος θεός στην πόλιν έστειλε κακορρίζικην αρρώστειαν, έτσι αδειάζει η Θήβα από ζωές πολλές ανθρώπων και ο μαύρος Άδης στεναγμούς και γόους γεμίζει. Όχι πως σε νομίζομε, με τους Θεούς ίσον, εγώ και οι νιοί απομένομεν ικέται τώρα μα γιατί σε πιστεύομε των θνητών πρώτον στις τύχες όλες της ζωής και των Ολυμπίων τας σχέσεις.

« Συρέτε να ρωτήσητε » Τον Πίνδο με τα χιόνια. » Αν είδεν από μένανε » Αγριώτερο λοντάρι . » Απέθανα· και φύτρωσε «'Στήν Ήπειρο χορτάρι » Όλο δροσούλα και ζωή. » Ήλθαν τα χελιδόνια.» « Ενόσω ζούσα 'πλάκωνε » Την Ήπειρο σκοτάδι, » Τον ουρανό της 'σκέπαζε » Σύγνεφο θολωμένο, » Και το φεγγάρι πρόβαλλε » Τη νύχτα 'ματωμένο, » Χειμώνας μαύρος ήμουνα, » Ήμουνα μαύρο βράδυ

Αμαρυλλίδα αγάπη μου, με κάνεις να μαδήσω τολόδροσο στεφάνι αυτό πούχω για σένα πλέξει μ' ευωδιασμένα σέλινα και με μπουμπούκια κίστου. Αλλοίμονό μου! δε μ' ακούς; τι έχω να πάθω ο μαύρος! Να, δέκα μήλα σούφερα' τάκοψα 'κεί που μούπες· να, δέκα μήλα, και ταχυά θε να σου φέρω κι άλλα.

Ποια είταν η Κόλαση του Παπά Νικηφόρου; Το ξύλο κι ο μαύρος ο δρόμος που πήρε. Ποια η Κόλαση της κερά Πιπίνας; Η ντροπή, η φτώχεια κι ο τρομερός της ο θάνατος. Γιατί λοιπό, Λεφτεράκη μου, να μη γυρέψουμε και Παράδεισο σε τούτον τον κόσμο; Εγώ τονε βρήκα τον Παράδεισο εδώ κάτου. Να τους το πω τους άλλους, Κόλαση θα μου τον κάμουν!

Στο μεγάλο δρόμο, απάνω στα σκαλοπάτια ενός μεγάρου, κάθεται ένας ζητιάνος. Δίπλα του είναι ξαπλωμένος ένας μαύρος, μαλλιαρός σκύλος. Ο σκύλος του ζητιάνου. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο, απάνω στα λευκά μάρμαρα. Ο άνθρωπος είναι ντυμένος στα κουρέλια. Το πρόσωπό του είναι χλωμό, αρρωστιάρικο και παραπονεμένο.

Γιώργεν', από μικρούλα, Κι' ο μαύρος εκαρτέραγε πότε να μεγαλώση Να της ανοίξη την καρδιά και να την κάμη ταίρι. — Γιαννούλα τώρα ο Μήτρος σου ας ρίξη αλλού τα μάτια.

Μαύρος, θεοσκότεινος, επέταξεν από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κ' έκαμε το λιμάνι μαλλιάκουβάρια. Εκεί ν' ακούσης τη σαλαλοή και τον θρήνο. Σίδερα εβροντούσαν, ξύλα ετρίζανε, φωνές αντηχούσαν και αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος έπεφτε κ' εγκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες.

Όλα πήγαιναν καλά∙ η γαμήλια τελετή θα γινόταν στο σπίτι του γαμπρού κι εδώ τίποτα δεν τάραζε την παλιά γαλήνη. Για αν μην ενοχλήσει η Νοέμι τον άρρωστο δεν καθάρισε ούτε την κουζίνα, όπως συνηθίζεται στους γάμους. Το σπίτι και η αυλή ήταν σιωπηλά, ο γάτος ήταν ακίνητος επάνω στον πάγκο, μαύρος με πράσινα μάτια σαν να ήταν η προσωποποίηση της μοναξιάς.

Τίποτα πλέον δεν εύρισκε κανείς να του παινέψη. Πάει και η καλή καρδιά, πάει και η γρήγορη γολέτα, πάει και η όμορφη γυναίκα του. — Δε λέτε, παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε; Και με τον λόγο εφάνηκε μαύρος όγκος στην ανοικτή θυρίδα, εκύλισεν από τη σκάλα κάτω στην πλώρη Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν